-
1 κώλῡμα
κώλῡμα, τό, das Hinderniß, die Abhaltung, Schwierigkeit; τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ' ἔτι μοι Eur. Ion 862; κώλυμα οὖσα προςϑεῖναι, = κωλύουσα, Thuc. 4, 67; auch κωλύματα ἐπεγένετο μὴ αὐξηϑῆναι, Hinderniß am Wachsthum, 1, 16; κώλ. ϑεῖον 5, 30; φορᾶς Plat. Crat. 418 c; Xen. Hell. 7, 5, 12; Sp., μὴ κωλύματα καὶ βλάβαι γένωνται D. Hal. 9, 9; Plut. Num. 8; auch κώλυμα δηλητηρίων, ein Schutzmittel gegen Gift, Hdn. 1, 17, 23.
-
2 κωλυμα
- ατος τό1) помеха, препятствие(φορᾶς Plat.; τοῦ συμπεσεῖν τὸν πόλεμον Plut.)
ἥ ἅμαξα κ. οὖσα προσθεῖναι Thuc. — так как повозка мешала запереть (ворота)2) предупредительная мера, защита -
3 κώλῡμα
κώλῡμα, τό, das Hindernis, die Abhaltung, Schwierigkeit; auch κωλύματα ἐπεγένετο μὴ αὐξηϑῆναι, Hindernis am Wachstum; auch κώλυμα δηλητηρίων, ein Schutzmittel gegen Gift -
4 κώλυμα
κώλῡμα, κώλυμαhindrance: neut nom /voc /acc sg -
5 κώλυμα
τό1) помеха, препятствие; препона (книжн.); 2) юр. основание, исключающее совершение какого-л. действия -
6 κώλυμα
-ατος τό N 3 0-0-0-1-0=1 Jb 13,27hindrance, stocks -
7 κώλυμα
A hindrance, τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; E. Ion 862 (anap.);κ. θεῶν ἢ ἡρώων Th.5.30
;βασιλικὸν κ. PFrankf.1.100
(iii B.C.): pl.,κωλύματα καὶ βλάβαι D.H.9.9
: c.inf., hindrance against, ἅμαξα κ. οὖσα προσθεῖναι [τὰς πύλας] Th.4.67; κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι [τὸ Ἑλληνικόν] Id.1.16: c. gen., κ. φορᾶς impediment to motion, Pl. Cra. 418e;ἐνεργείας Ocell.4.12
: c. dat., [ τῷ αἵματι] Hp.Flat.8:κ. καὶ σίνος πρὸς εὐκαρπίαν Thphr.CP2.7.5
. -
8 προ-κώλῡμα
προ-κώλῡμα, τό, Bollwerk zur Abwehr, Heliod. 9, 17.
-
9 δια-κώλῡμα
δια-κώλῡμα, τό, das Hinderniß, Plat. Tim. 76 d.
-
10 κωλυμη
-
11 κωλύμη
-
12 διακωλυμα
-
13 προστατευτικός
η, ό[ν]1) защитный, охранительный, оградительный;προστατευτικόν ένδυμα — защитная одежда προστατευτικόν κώλυμα воен. — защитные заграждения;
2) протекционистский;τό προστατευτικό σύστημα — протекционизм;
3) покровительственный;προστατευτικό υφός — покровительственный тон;
§ προστατευτικά τέλη — или προστατευτικοί δασμοί — оградительные пошлины
-
14 κωλυμάτων
κωλῡμάτων, κώλυμαhindrance: neut gen pl -
15 κωλύμασι
κωλύ̱μασι, κώλυμαhindrance: neut dat pl -
16 κωλύμασιν
κωλύ̱μασιν, κώλυμαhindrance: neut dat pl -
17 κωλύματα
κωλύ̱ματα, κώλυμαhindrance: neut nom /voc /acc pl -
18 κωλύματι
κωλύ̱ματι, κώλυμαhindrance: neut dat sg -
19 κωλύματος
κωλύ̱ματος, κώλυμαhindrance: neut gen sg -
20 κώλυμ'
κώλῡμα, κώλυμαhindrance: neut nom /voc /acc sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κώλυμα — το (AM κώλυμα) [κωλύω] εμπόδιο, πρόσκομμα (α. «προέκυψε σοβαρό κώλυμα στη διεκπεραίωση τής υπόθεσης» β. «ἀγαθοῡ γὰρ ἰδέα οὖσα τὸ δέον φαίνεται δεσμὸς εἶναι καὶ κώλυμα φορᾱς», Πλάτ.) αρχ. άμυνα, προφύλαξη («ἀντεμηχανήσαντό τε σβεστήρια κωλύματα»,… … Dictionary of Greek
κώλυμα — κώλῡμα , κώλυμα hindrance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώλυμα — το, ατος εμπόδιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπόδιο — και μπόδιο, το (Μ ἐμπόδιον, Α επίθ. ἐμπόδιος, ον) μσν. νεοελλ. 1. καθετί που εμποδίζει ή δυσχεραίνει μια ενέργεια, κώλυμα, πρόσκομμα, αντίσταση, εναντιότητα («ανυπέρβλητα εμπόδια») 2. «δέσιμο», κατάδεσμος* («σμίγονται τά ἀνδρόγυνα ὅταν ψάλλουν… … Dictionary of Greek
προκώλυμα — ύματος, τὸ, Α κώλυμα, φραγμός ενάντια σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κώλυμα (< κωλύω)] … Dictionary of Greek
συγγένεια — Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν… … Dictionary of Greek
вал — I I. насыпь , сюда же подвал, укр. вал, чеш. val, слвц. val, польск. waɫ. Вероятно, через польск. заимств. из нов. в. н. Wall вал , ср. в. н. wal или из источника последнего – лат. vallum лагерный вал ; см. Mi. EW 374; Преобр. 1, 63; Младенов 67 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ANGUIS — ab ἄχις, quod Siculi Dotes dicebant pro ἔχις, n additô more Latinorum; a serpente distinguitur. Plin. l. 8. c. 59. Iam quaedam animalia indigenis innoxia advenas interimunt, sicut serpentes parvae in Tirynthe, quas terrâ nasci proditur: item in… … Hofmann J. Lexicon universale
έμποδος — ο(ς), ο(ν) (AM ἔμποδος, ον, Μ και ἔμποδος, ο[ς], ο[ν]) αυτός που εμποδίζει, εμπόδιος* μσν. νεοελλ. (και τα τρία γένη ως ουσ.) ο έμποδος, η έμποδο(ς), το έμποδο(ν) εμπόδιο, δυσκολία, πρόσκομμα, κώλυμα (α. «ἔμποδον μέγαν ηὕρασιν τὰ δάση τῆς… … Dictionary of Greek
ένεδρον — ἔνεδρον, το (AM) ενέδρα μσν. δόλος, πλεκτάνη αρχ. εμπόδιο, κώλυμα … Dictionary of Greek
έχμα — τὸ (Α ἔχμα) καθετί που συγκρατεί κάτι, το στήριγμα, το έρεισμα («ἔχματα πύργων», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. σιδερένιο τεμάχιο με κεκαμμένα και τα δύο αιχμηρά άκρα που χρησιμοποιείται κυρίως στους ξύλινους σκελετούς τών οικοδομών, για να συνδέσει δύο… … Dictionary of Greek