Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κωλύμη

См. также в других словарях:

  • κωλύμη — κωλύμη, ἡ (Α) κώλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλύ ω + επίθημα μη (πρβλ. γνώ μη, επιστή μη)] …   Dictionary of Greek

  • κωλύμη — κωλύ̱μη , κωλύμη hindering fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλύμῃ — κωλύ̱μῃ , κωλύμη hindering fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… …   Dictionary of Greek

  • κωλύμαις — κωλύ̱μαις , κωλύμη hindering fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλύμην — κωλύ̱μην , κωλύμη hindering fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλύμης — κωλύ̱μης , κωλύμη hindering fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»