-
1 преграда
(препятствие) το φράγμα, το εμπόδιο, το κώλυμαводная - το υδάτινο κώλυμα, υδάτινο -фильтрационная - διΰθισης/φιλτρα-ρίσματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > преграда
-
2 преграда
прегра́д||аж ὁ φραγμός, τό ἐμπόδιο[ν] / перен τό πρόσκομμα, τό κώλυμα:водная \преграда ὁ ὑδάτινος φραγμός, τό ὑδάτινο κώλυμα· грудобрюшная \преграда анат. τό διάφραγμα· преодолеть все \преградаы ὑπερνικώ \или ὑπερπηδώ) ὅλα τά ἐμπόδια· ставить \преградаы παρεμβάλλω ἐμπόδια -
3 ёж
1. (противотанковый) το αντιαρματικό εμπόδιο/κώλυμα (από πασσάλους) 2. зоол. ο ακανθόχοιρος, разг. о σκαντζόχοιροςморской - ο εχινός, разг. о αχινός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ёж
-
4 помеха
η παρεμβολ/ή, το εμπόδιο, το κώλυμα, η δυσχέρεια/δυσκολίαиндустриальная - см. промышленная -местная (рлк.) - τοπική -ответная - (рлк.) τα ηλεκτρονικά αντίμετραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > помеха
-
5 препятствие
το εμπόδιο, το φράγμα, το κώλυμαпреодолевать - ξεπερνώ το -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > препятствие
-
6 барьер
барьерм1. спорт. τό ἐμπόδιο[ν]:взять \барьер πηδῶ τό ἐμπόδιο;2. перен (препятствие, преграда) τό ἐμπόδιο[ν], ὁ φραγμός, τό κώλυμα. -
7 помеха
помех||аж τό ἐμπόδιο[ν], τό κώλυμα, ἡ δυσκολία, τό πρόσκομμα:устранить \помехаи ἀπομακρύνω τά ἐμπόδια· атмосферные \помехаи τά ἀτμοσφαιρικά παράσιτα (ραδιοφώνου). -
8 препона
препон||аж книжн. τό ἐμπόδιο[ν], τό κώλυμα, τό πρόσκομμα:чинить \препонаы παρεμβάλλω προσκόμματα -
9 препятствие
препятств||иес τό ἐμπόδιο[ν], τό κώλυμα, τό πρόσκομμα:непреодолимое \препятствие τό ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο· преодолевать \препятствиеия ὑπερνικώ τά ἐμπόδια· чинить \препятствиеия кому́-либо παρεμβάλλω προσκόμματα σέ κάποιον бег с \препятствиеиями спорт. ὁ δρόμος μετ· ἐμποδίων. -
10 тормоз
тормозм1. тех. τό φρένο, ἡ τροχοπέδη:ручной \тормоз τό χερόφρενο· автоматический \тормоз ж.-д. ἡ αὐτόματη τροχοπέδη ἀμαξοστοιχίας· воздушный (пневматический) \тормоз ἡ ἀεροπέδη, τό ἀερόφρενο· \тормоз отка́та воен. τό χαλινωτήριο τῶν πυροβόλων2. перен τό πρόσκομμα, τό κώλυμα, τό ἐμπόδιο[ν], τό φρένο. -
11 drag
[dræɡ] 1. past tense, past participle - dragged; verb1) (to pull, especially by force or roughly: She was dragged screaming from her car.) τραβώ2) (to pull (something) slowly (usually because heavy): He dragged the heavy table across the floor.) σέρνω3) (to (cause to) move along the ground: His coat was so long it dragged on the ground at the back.) σέρνομαι4) (to search (the bed of a lake etc) by using a net or hook: Police are dragging the canal to try to find the body.) ερευνώ το βυθό5) (to be slow-moving and boring: The evening dragged a bit.) τραβώ σε μάκρος2. noun1) (something which slows something down: He felt that his lack of education was a drag on his progress.) κώλυμα2) (an act of drawing in smoke from a cigarette etc: He took a long drag at his cigarette.) ρουφηξιά3) (something or someone that is dull and boring: Washing-up is a drag.) αγγαρεία4) (a slang word for women's clothes when worn by men.) (αργκό) γυναικείο ντύσιμο από άνδρες, ντύσιμο τραβεστί -
12 impediment
[im'pedimənt]1) (something that delays or prevents.) κώλυμα2) (a small fault in a person's speech: A stammer is a speech impediment.) δυσχέρεια στην ομιλία -
13 заслон
-а α.1. προπέτασμα, εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα.2. (στρατ.) τμήμα, κλιμάκιο κάλυψης.3. βλ. заслонка (1 σημ.). -
14 подводный
επ.υποβρύχιος, -χιακός• υποθαλάσσιος, υποπελάγιος ύφυδρος•подводный камень ύφαλος, ξέρα• σκόπελος•
-ая часть (судна) τα ύφαλα, η καρίνα•
-ое плавание υποβρύχιος πλους•
-ая лодка το υποβρύχιο•
-ая воина υποβρυχιακός πόλεμος.
εκφρ.подводный камень ή камешек – πρόσκομμα, εμπόδιο, κώλυμα, παλούκι•επ.της αλογάμαξας.εκφρ.- ая повинность – παλ.επίταξη αλογαμαξών. -
15 помеха
-и θ.1. εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομμα.2. πλθ. -и παράσιτα (παρέμβλητοι κρότοι στο ραδιόφωνο, ασύρματο κ.τ.τ.). -
16 преграда
-ы θ.εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομμα, φράγμα. || μτφ. φραγμός, δυσχέρεια•преодолеть все -ы ξεπερνώ όλα τα εμπόδια/
-
17 препона
-ы θ. παλ. εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομμα•чинить -ы παρεμβάλλω εμπόδια.
-
18 препятствие
-я ουδ.1. εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα•он преодолел все -я αυτός ξεπέρασε όλα τα εμπόδια•
бег с -ями δρόμος με εμπόδια•
чинить -я. παρεμβάλλω εμπόδια.
2. μτφ. δυσκολία, δυσχέρεια. -
19 средостение
-я ουδ.1. (ανατ.) μεσαύλιο, μεσοπνευμόνιο• μεσόφραγμα, μεσοθώρακας.2. (γραπ. λόγος) εμπόδιο, κώλυμα. -
20 стена
-ы, αιτ. стену, πλθ. стены, -ам α.1. τοίχος•каменная стена πέτρινος τοίχος•
-ы комнаты οι τοίχοι του δωματίου.
2. το τείχος•стена окружить -ой περιβάλλω με τείχος (περιτειχίζω)•
-ы города τα τείχη της πόλης.
|| μτφ. εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα•непроницаемая -αδιαπέραστο τείχος, (ανυπέρβλητο εμπόδιο).
3. πλευρά• κάθετη επιφάνεια•стена рва η πλευρά της τάφρου.
εκφρ.стена об -у – α) δίπλα, πλάι. β) στο διπλανό, στο γειτονικό (δωμάτιο, σπίτι)•стена в -у – βλ. προηγούμενη έκφραση•стена на -у – βλ. стенка на стенку• встать ή стать -ой ξεσηκώνομαι σύσσωμος•в четыре -ах (сидеть,жить – κ.τ.τ.) κάθομαι, ζω στους τέσσερ ις τοίχους (ζω απομονωμένος)•как за каменной -ой быть, находиться – σαν να προστατεύομαι από πέτρινο τοίχο (πλήρως εξασφαλισμένος• άτρωτος)•как на каменную -у положиться ή надеяться – βασίζομαι πλήρως.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κώλυμα — το (AM κώλυμα) [κωλύω] εμπόδιο, πρόσκομμα (α. «προέκυψε σοβαρό κώλυμα στη διεκπεραίωση τής υπόθεσης» β. «ἀγαθοῡ γὰρ ἰδέα οὖσα τὸ δέον φαίνεται δεσμὸς εἶναι καὶ κώλυμα φορᾱς», Πλάτ.) αρχ. άμυνα, προφύλαξη («ἀντεμηχανήσαντό τε σβεστήρια κωλύματα»,… … Dictionary of Greek
κώλυμα — κώλῡμα , κώλυμα hindrance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώλυμα — το, ατος εμπόδιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπόδιο — και μπόδιο, το (Μ ἐμπόδιον, Α επίθ. ἐμπόδιος, ον) μσν. νεοελλ. 1. καθετί που εμποδίζει ή δυσχεραίνει μια ενέργεια, κώλυμα, πρόσκομμα, αντίσταση, εναντιότητα («ανυπέρβλητα εμπόδια») 2. «δέσιμο», κατάδεσμος* («σμίγονται τά ἀνδρόγυνα ὅταν ψάλλουν… … Dictionary of Greek
προκώλυμα — ύματος, τὸ, Α κώλυμα, φραγμός ενάντια σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κώλυμα (< κωλύω)] … Dictionary of Greek
συγγένεια — Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν… … Dictionary of Greek
вал — I I. насыпь , сюда же подвал, укр. вал, чеш. val, слвц. val, польск. waɫ. Вероятно, через польск. заимств. из нов. в. н. Wall вал , ср. в. н. wal или из источника последнего – лат. vallum лагерный вал ; см. Mi. EW 374; Преобр. 1, 63; Младенов 67 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ANGUIS — ab ἄχις, quod Siculi Dotes dicebant pro ἔχις, n additô more Latinorum; a serpente distinguitur. Plin. l. 8. c. 59. Iam quaedam animalia indigenis innoxia advenas interimunt, sicut serpentes parvae in Tirynthe, quas terrâ nasci proditur: item in… … Hofmann J. Lexicon universale
έμποδος — ο(ς), ο(ν) (AM ἔμποδος, ον, Μ και ἔμποδος, ο[ς], ο[ν]) αυτός που εμποδίζει, εμπόδιος* μσν. νεοελλ. (και τα τρία γένη ως ουσ.) ο έμποδος, η έμποδο(ς), το έμποδο(ν) εμπόδιο, δυσκολία, πρόσκομμα, κώλυμα (α. «ἔμποδον μέγαν ηὕρασιν τὰ δάση τῆς… … Dictionary of Greek
ένεδρον — ἔνεδρον, το (AM) ενέδρα μσν. δόλος, πλεκτάνη αρχ. εμπόδιο, κώλυμα … Dictionary of Greek
έχμα — τὸ (Α ἔχμα) καθετί που συγκρατεί κάτι, το στήριγμα, το έρεισμα («ἔχματα πύργων», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. σιδερένιο τεμάχιο με κεκαμμένα και τα δύο αιχμηρά άκρα που χρησιμοποιείται κυρίως στους ξύλινους σκελετούς τών οικοδομών, για να συνδέσει δύο… … Dictionary of Greek