-
21 κυλίνδροις
κύλινδροςrolling stone: masc dat pl -
22 κυλίνδρου
κύλινδροςrolling stone: masc gen sgκυλινδρόωroll: pres imperat act 2nd sgκυλινδρόωroll: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
23 κυλίνδρους
κύλινδροςrolling stone: masc acc plκυλινδρόωroll: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
24 κυλίνδρων
κύλινδροςrolling stone: masc gen plκυλινδρόωroll: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)κυλινδρόωroll: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
25 κύλινδροι
κύλινδροςrolling stone: masc nom /voc pl -
26 κύλινδρον
κύλινδροςrolling stone: masc acc sg -
27 цилиндр
-
28 cylinder
['silində]1) (a solid shape or object with a circular base and top and straight sides.) κύλινδρος2) (any of several pieces of machinery of this shape, solid or hollow: The brake cylinder of his car is leaking.) κυλινδρικό εξάρτημα3) (a container in the shape of a cylinder: two cylinders of oxygen.) κύλινδρος, κυλινδρική φιάλη• -
29 валек
-лька α.1. μικρός κύλινδρος πλυσίματος.2. κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου.3. η λαβή του κουπιού. κόπανος πλυσίματος. -
30 каток
-тк α.1. παγοδρδμιο.2. οδοστρωτήρας, κύλινδρος. || μάγγανο, μαγγανοκύλινδρος, καλάντρα (για ρούχα).3. κύλινδρος συμπίεσης. -
31 κυλίνδω
Grammatical information: v.Meaning: `roll, turn over' (Il.),Other forms: - ομαι, - έω, - έομαι (Att.), fut. κυλί̄σω (Att.), κυλινδήσω (late), aor. κυλῖσαι (Pi., IA.), pass. - ισθῆναι (Il.; - ινδηθῆναι Str.), perf. midd. κεκύλισμαι (Luc., Nonn.) ; from κυλῖσαι ( \< - ίνδ-σαι) pres. κυλί̄ω (Ar.) ;Dialectal forms: note κύλινδροςDerivatives: 1. κύλινδρος m. `rolling stone, tumbler, cylindre etc.' (Demoχr. 155, hell.) with κυλίνδρ-ιον, - ίσκος, - ικός, - όω (hell.). 2. κύλῑσις `rolling, turning over' (Arist.), - ισμός `id.' (Thd.), - ισμα `roll etc.' (Sm.), - ίστρα `place for horses to roll' (X., Poll.), - ιστός m. `packet' (pap.); τρι-κύλιστος (Epicur. Fr. 125), on the unclear meaning De Witt ClassPhil. 35, 183. 3. κυλίνδησις `rolling' (Pl., Plu.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Has the same unclear νδ-element as the synonymous ἀλίνδω, - έω, καλινδέομαι (s. vv.); also further unclear. Mostly connected with κυλλός `curved, lame' (s. v.) "zu einer allumfassenden Wurzel ( s)kel- `bent, curved' (s. κῶλον, σκέλος)". The word is hardly IE.Page in Frisk: 2,46Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κυλίνδω
-
32 cylindrus
cylindrus, ī, m. (κύλινδρος), der Zylinder, die Walze, a) als geom. Figur, Cic. de nat. deor. 1, 24. Apul. de mund. 28. – b) ein walzenförmiger Stein zum Ebenen des Bodens usw., die Walze, Cato r. r. 129. Vitr. 10, 2, 12. Verg. georg. 1, 178. – c) ein zylinderförmig geschliffener Edelstein, gew. als mit einer Perle wechselndes Glied eines Halsgeschmeides od. Ohrgehänges, der Zylinder, Plin. 37, 78 u. 113. Solin. 52, 64. Iuven. 2, 61 (dazu die Auslgg.). Paul. dig. 34, 2, 32. § 9. Corp. inscr. Lat. 2, 2060 u. 3386. Vgl. Hübner im Hermes 1, 358 ff.
-
33 κυλίνδριον
κυλίνδριον, τό, dim. zu κύλινδρος, Procl.
-
34 ημικυλινδρος
-
35 барабан
1. маш. το τύμπαν/ο, ο κύλινδροςгрузовой - см. грузоподъёмный -зубчатый - кфт. οδοντωτό -сепарационный (тепл.) - διαχωρισμούтормозной - πέδης/φρένουцепной - αλύσεως, το έλικτρο της αλύσεωςчешуеочисти-тельный - с.-х. ο απολεπιστής, ο καθαριστήραςшвартовный мор. - πρόσδεσης- шпиля мор. - του εργάτη το έλικτρο του εργάτη2. арх. το τύμπανο, το στήριγμα τρούλου (κυκλικής, ελλειπτικής ή πολυγωνικής κάτοψης), πάνω στο οποίο στηρίζεται ο θόλος 3. муз. το τύμπανο, το ταμπούρλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > барабан
-
36 бегун
1. (измельчающий орган в дробильной машине) о κινούμενος κύλινδρος 2. (у талей или шкива) о ανυψούμενος τρόχιλος 3. (холостая ось) ж.-д. о φέρων άξονας 4. -ы (дробильная машина) о μύλος με κάθετους τροχούς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бегун
-
37 бревнокатка
ο κύλινδρος ή ανυψωτήρας για τη μετατόπιση των κορμών δέντρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бревнокатка
-
38 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
39 валёк
полигр. о τυπογραφικός κύλινδρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > валёк
-
40 валик
1. тех. (небольшой вал) о κύλινδρος, о κυλινδρίσκος, ο τροχαλίσκοςгрузовой текст. - πρεσαρίσματοςигольчатый - текст. ακανθοφόρος -клеевой (цел.-бум.) - συγκόλλησηςкрасочный полигр. - χρωματισμούмерильный текст. - μέτρησηςна-каточный маш. - χάραξηςпитающий полигр. - τροφοδότησηςразмоточный (пласт.) - εκτύλιξηςрифлёный - ραβδωτός -, αυλακωτός -2. (сварной шов) η ραφή/το κορδόνι της ηλεκτροκόλλησης 3. арх. το διάζωμα, η λωρίδα/λουρίδα, η ταινίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > валик
См. также в других словарях:
κύλινδρος — rolling stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… … Dictionary of Greek
κύλινδρος — ο 1. στερεό σώμα που καταλήγει σε δύο κυκλικές παράλληλες βάσεις. 2. η κυρτή επιφάνεια του σώματος αυτού. 3. χειρόγραφο από περγαμηνή ή πάπυρο τυλιγμένο γύρω από ξύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυλίνδροις — κύλινδρος rolling stone masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδρου — κύλινδρος rolling stone masc gen sg κυλινδρόω roll pres imperat act 2nd sg κυλινδρόω roll imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδρους — κύλινδρος rolling stone masc acc pl κυλινδρόω roll imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδρων — κύλινδρος rolling stone masc gen pl κυλινδρόω roll imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κυλινδρόω roll imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδρῳ — κύλινδρος rolling stone masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύλινδροι — κύλινδρος rolling stone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύλινδρον — κύλινδρος rolling stone masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek