-
1 silindir
κύλινδρος -
2 cylindre
κύλινδρος -
3 válec
κύλινδρος -
4 váleček
κύλινδρος -
5 cylinder
κύλινδρος -
6 rolka
κύλινδρος -
7 rulon
κύλινδρος -
8 walec
κύλινδρος -
9 wałek
κύλινδρος -
10 цилиндр
-
11 cylinder
['silində]1) (a solid shape or object with a circular base and top and straight sides.) κύλινδρος2) (any of several pieces of machinery of this shape, solid or hollow: The brake cylinder of his car is leaking.) κυλινδρικό εξάρτημα3) (a container in the shape of a cylinder: two cylinders of oxygen.) κύλινδρος, κυλινδρική φιάλη• -
12 валек
-лька α.1. μικρός κύλινδρος πλυσίματος.2. κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου.3. η λαβή του κουπιού. κόπανος πλυσίματος. -
13 каток
-тк α.1. παγοδρδμιο.2. οδοστρωτήρας, κύλινδρος. || μάγγανο, μαγγανοκύλινδρος, καλάντρα (για ρούχα).3. κύλινδρος συμπίεσης. -
14 барабан
1. маш. το τύμπαν/ο, ο κύλινδροςгрузовой - см. грузоподъёмный -зубчатый - кфт. οδοντωτό -сепарационный (тепл.) - διαχωρισμούтормозной - πέδης/φρένουцепной - αλύσεως, το έλικτρο της αλύσεωςчешуеочисти-тельный - с.-х. ο απολεπιστής, ο καθαριστήραςшвартовный мор. - πρόσδεσης- шпиля мор. - του εργάτη το έλικτρο του εργάτη2. арх. το τύμπανο, το στήριγμα τρούλου (κυκλικής, ελλειπτικής ή πολυγωνικής κάτοψης), πάνω στο οποίο στηρίζεται ο θόλος 3. муз. το τύμπανο, το ταμπούρλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > барабан
-
15 бегун
1. (измельчающий орган в дробильной машине) о κινούμενος κύλινδρος 2. (у талей или шкива) о ανυψούμενος τρόχιλος 3. (холостая ось) ж.-д. о φέρων άξονας 4. -ы (дробильная машина) о μύλος με κάθετους τροχούς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бегун
-
16 бревнокатка
ο κύλινδρος ή ανυψωτήρας για τη μετατόπιση των κορμών δέντρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бревнокатка
-
17 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
18 валёк
полигр. о τυπογραφικός κύλινδρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > валёк
-
19 валик
1. тех. (небольшой вал) о κύλινδρος, о κυλινδρίσκος, ο τροχαλίσκοςгрузовой текст. - πρεσαρίσματοςигольчатый - текст. ακανθοφόρος -клеевой (цел.-бум.) - συγκόλλησηςкрасочный полигр. - χρωματισμούмерильный текст. - μέτρησηςна-каточный маш. - χάραξηςпитающий полигр. - τροφοδότησηςразмоточный (пласт.) - εκτύλιξηςрифлёный - ραβδωτός -, αυλακωτός -2. (сварной шов) η ραφή/το κορδόνι της ηλεκτροκόλλησης 3. арх. το διάζωμα, η λωρίδα/λουρίδα, η ταινίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > валик
-
20 валок
1. (прокатный, каландра) о κύλινδρος έλασης, το έλαστροсортовой - см. калиброванный2. с.-х. η λωρίδα θερισμένων χόρτων/δημητριακών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > валок
См. также в других словарях:
κύλινδρος — rolling stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… … Dictionary of Greek
κύλινδρος — ο 1. στερεό σώμα που καταλήγει σε δύο κυκλικές παράλληλες βάσεις. 2. η κυρτή επιφάνεια του σώματος αυτού. 3. χειρόγραφο από περγαμηνή ή πάπυρο τυλιγμένο γύρω από ξύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυλίνδροις — κύλινδρος rolling stone masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδρου — κύλινδρος rolling stone masc gen sg κυλινδρόω roll pres imperat act 2nd sg κυλινδρόω roll imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδρους — κύλινδρος rolling stone masc acc pl κυλινδρόω roll imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδρων — κύλινδρος rolling stone masc gen pl κυλινδρόω roll imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κυλινδρόω roll imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδρῳ — κύλινδρος rolling stone masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύλινδροι — κύλινδρος rolling stone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύλινδρον — κύλινδρος rolling stone masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek