-
1 κύλινδρος
-
2 κυλινδρος
-
3 κύλινδρος
κύλινδροςrolling stone: masc nom sg -
4 κύλινδρος
κύλινδρος, ὁ, W alze, Rolle, jeder länglich runde Körper, Zylinder. Bücherrolle -
5 κύλινδρος
-
6 κύλινδρος
κῠλινδρ-ος, ὁ,A rolling stone, tumbler, Chrysipp.Stoic.2.283, A.R. 2.594, Veget.Mil.4.8, Carm.Aur.57; a child's marble, Gal.18(1).462.2 roller, cylinder, Democr.155, Ath.Mech.10.4, Plu.2.682d, CIG3546.9 (Pergam.); pivot, IG11(2).287 A 115 (Delos, iii B.C.); περὶ σφαίρας καὶ κ., title of work by Archimedes.3 roll of a book, volume, D.L.10.26.4 name of a fabulous stone, Ps.-Plu.Fluv.19.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύλινδρος
-
7 κύλινδρος
1) chariot2) cylindre3) rouleau -
8 κύλινδρος
1) rolka (f) rzecz.2) rulon (m) rzecz.3) walec (m) rzecz.4) wałek (m) rzecz.5) zwój (m) rzecz. -
9 κύλινδρος
1) kotouč2) role3) svitek4) válec5) váleček -
10 κύλινδρος
1) cylinder2) rollΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κύλινδρος
-
11 ἐργατο-κύλινδρος
ἐργατο-κύλινδρος, ὁ, eine stehende Winde, Sp.
-
12 silindir
κύλινδρος -
13 cylindre
κύλινδρος -
14 válec
κύλινδρος -
15 váleček
κύλινδρος -
16 cylinder
κύλινδρος -
17 rolka
κύλινδρος -
18 rulon
κύλινδρος -
19 walec
κύλινδρος -
20 wałek
κύλινδρος
См. также в других словарях:
κύλινδρος — rolling stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… … Dictionary of Greek
κύλινδρος — ο 1. στερεό σώμα που καταλήγει σε δύο κυκλικές παράλληλες βάσεις. 2. η κυρτή επιφάνεια του σώματος αυτού. 3. χειρόγραφο από περγαμηνή ή πάπυρο τυλιγμένο γύρω από ξύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυλίνδροις — κύλινδρος rolling stone masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδρου — κύλινδρος rolling stone masc gen sg κυλινδρόω roll pres imperat act 2nd sg κυλινδρόω roll imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδρους — κύλινδρος rolling stone masc acc pl κυλινδρόω roll imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδρων — κύλινδρος rolling stone masc gen pl κυλινδρόω roll imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κυλινδρόω roll imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδρῳ — κύλινδρος rolling stone masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύλινδροι — κύλινδρος rolling stone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύλινδρον — κύλινδρος rolling stone masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek