-
1 κόστος
Grammatical information: m. (- ον n.)Meaning: `name of a plant and its root which was used as spice, `Saussurea lappa' (Thphr., D. S.).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Skt.Page in Frisk: 1,930Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόστος
-
2 κόστος
κόστος, ὁ, eine gewürzige, dem Pfeffer ähnliche Wurzel, Theophr., Diosc.
-
3 κοστος
ὁ бот. кост (индийское ароматическое растение, корни которого употреблялись как пряность) Diod. -
4 κόστος
κόστοςspice: masc nom sg -
5 κόστος
-
6 κόστος
-
7 κόστος
-
8 κόστος
[костос] ουσ. о. прейскурант.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κόστος
-
9 κόστος
[костос] ουσ ο прейскурант. -
10 κόστος
1) frais2) prix -
11 κόστος
1) cena (f) rzecz.2) koszt (m) rzecz. -
12 κόστος
1) cena2) náklady3) útraty4) výdaje -
13 κόστος
costΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κόστος
-
14 náklady
κόστος -
15 útraty
κόστος -
16 koszt
κόστος -
17 maliyet
κόστος, κοστολόγηση -
18 стоимость
1. (цена, ценность) η τιμ/ή, το κόστοςобщая - η συνολική τιμή/αξία, το γενικό κόστοςориентировочная - см. приблизительная -первоначальная - αρχική -, το αρχικό κόστος-страхование и фрахт κόστος, ασφάλειαфактическая - το πραγματικό κόστος, η πραγματική τιμή2. эк. η αξί/αноминальная - см. нарицательная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стоимость
-
19 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
20 себестоимость
См. также в других словарях:
κόστος — spice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόστος — Η χρηματική ή άλλη θυσία που απαιτείται για την απόκτηση ενός αγαθού. Συνδέεται με τη βασική οικονομική παρατήρηση σχετικά με την ανεπάρκεια των αγαθών σε σχέση με τις ανθρώπινες ανάγκες, κατάσταση που δεν επιτρέπει την ελεύθερη διάθεσή τους και… … Dictionary of Greek
κόστος — το (λ. ιταλ.) 1. η δαπάνη που απαιτείται για την αποπεράτωση έργου. 2. το όσο κοστίζει ένα εμπόρευμα προτού να επιβαρυνθεί με το εμπορικό κέρδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
ντάμπινγκ — (dumping). Αγγλική λέξη που μπήκε στη διεθνή οικονομική ορολογία για το χαρακτηρισμό της πώλησης εμπορευμάτων σε μια ξένη αγορά, σε τιμή κατώτερη από το οριακό κόστος παραγωγής ή την τιμή στην εσωτερική αγορά. Το ν. μπορεί να ασκηθεί είτε από… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση … Dictionary of Greek
συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek