-
21 стоимость
стоимость ж 1) эк. η αξία 2) (цена) το κόστος, η τιμή* * *ж1) эк. η αξία2) ( цена) το κόστος, η τιμή -
22 стоимость
-и θ.σ.ξ,ία• κόστος•законстоимостьи ο νόμος της αξίας•
стоимость производства η αξία παραγωγής•
стоимость тонны сахара το κόστος ενός τόνου ζάχαρης•
стоимость жизни ο τιμάριθμος της ζωής.
-
23 costamomum
costamōmum, ī, n. (κόστος u. ἄμωμον), eine dem costum u. amomum ähnliche Gewürzpflanze, Martian. dig. 39, 4, 16. § 7.
-
24 costum
-
25 отгрузка
1. (погрузка и отправление) η φόρτωσ/η (και η αποστολή) 2. (снятие части груза, перегрузка части груза куда-л.) η εκφόρτωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отгрузка
-
26 перевозка
η μεταφορ/άбестарная - χύδην/σε χύμα- на условиях СИФ - με όρους С Ι.F. (κόστος, ασφάλεια- сухопутным транспортом χερσαία -, διά της ξηράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перевозка
-
27 перерасходовать
1. (расходовать больше, чем положено при норме) υπερκα-ταναλώνω, καταναλώνω υπερβολικά 2. эк. υπερβαίνω (π.χ το κόστος, τον προϋπολογισμό κ.λπ.)δαπανώ/ξοδεύω υπερβολικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перерасходовать
-
28 поставка
1. (доставка) η παράδοσ/η- на условиях СИФ - με όρους C.I.F (κόστος, ασφάλεια2. (снабжение) η προμήθειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поставка
-
29 прейскурант
ο τιμοκατάλογ/ος· *вклю-чать в - περιλαμβάνω στον - осоставить - φτιάχνω/συντάσσω τον - ο- с ценами СИФ - με τιμές C.I.F (κόστος, ασφάλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прейскурант
-
30 продажа
η πώλησ/η, το πούλημα· *вы-пускать в - у βγάζω για -переговоры ο - е συνομιλίες/διαπραγ-ματεύσης για -- на условиях СИФ - με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продажа
-
31 продукция
1. (отдельные продукты производства) τα προϊόντ/α (πλ)· * выпускать - ю на рынок βγάζω - στην αγοράимпортная - εισαγόμενα/ξένα -печатная - полигр. τυπογραφικά -2. (совокупность продуктов, производимых кем-л. в определённый промежуток времени) η πα-ραγωγ/ήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продукция
-
32 производство
1. (процесс, изготовление) η παραγωγ/ή, η κατασκευή *задержка в - е καθυστέρηση στην -свёртывать - κλείνω/σταματώ την -средства - а эк. μέσα - ήςмукомольное - η αλευροπαραγωγή, η αλευροποιίαпоточное - ασταμάτητη -, ατελεύτητη -фабричное - εργοστασιακή -, βιομηχανική -2. (добыча) η παραγωγή, η εξώ-ρυξη 3. (отрасль, вид промышленности) η βιομηχανί/α, η επιχείρηση, το εργοστάσιοкнижное - η έκδοση/εκτύπωση βιβλίων4. (выполнение, работа по изготовлению продукции) η εκτέλεση, η διεξαγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > производство
-
33 разгрузка
1. (опорожнение) η εκφόρ-τωσ/η, το ξεφόρτωμα, το άδειασμα *во время - и στην διάρκεια της - ηςпричал для - и κρηπίδωμα/αποβάθρα για -2. (уменьшение нагрузки) η μείωση (του φορτίου) 3. (вываливание, сваливание) η απόθεση, η εναπόθεση. - в отвал - στη χωματερήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разгрузка
-
34 расход
1. (потребление) η κατανάλωση 2. (количество вещества, проходящее через определённое сечение за единицу времени) о βαθμός, η αναλογία (εκ)ροής, η παροχή 3. (диапазон отклонения штурвала, педалей и т.п.) η διαδρομή, η μετατόπιση, η απόκλιση 4. (финансовый) τα έξοδ/α, η δαπάνηсудно свободно от - ов по погрузке и выгрузке πλοίο ελεύθερο από - της φορτοεκφόρτωσηςобщие - ы γενικά -, η συνολική δαπάνη- ы по поставке на условиях СИФ - προμήθειας με όρους SIF (κόστος, ασφάλειαпостоянные - ы καθημερινά/μόνιμα -- ы связанные с изменением аккредитива - σχετικά με την αλλαγή της πιστωτικής επιστολής- ы связанные с открытием аккредитива - για άνοιγμα της πιστωτικής επιστολήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расход
-
35 расценка
1. (оценка) η εκτίμηση 2. (приблизительный подсчёт) η εκτίμηση 3. (назначение цены) (цена) η διατίμηση, το κόστος, ο καθορισμός τιμής 4. (ведомость) το κοστολόγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расценка
-
36 СИФ
(вид договора) είδος συμφωνίας «κόστος, ασφάλεια, ναύλος», CIFτο σίφ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > СИФ
-
37 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
38 рассчитывать
рассчитыватьнесов1. (производить подсчет, расчет) ὑπολογίζω, λογαριάζω:\рассчитывать стоимость чего́-л. ὑπολογίζω τήν ἀξία, ὑπολογίζω τό κόστος·2. (увольнять) ἀπολύω, παύω κάποιον3. (предполагать) ὑπολογίζω, ἔχω σκοπό, προτί-θεμαι, ἔχω κατά νοῦν:он рассчитывал сегодня выехать ὑπολόγιζε σήμερα ν' ἀναχωρήσει·4. (полагаться) βασίζομαι, στηρίζομαι:он не может на это \рассчитывать δέν μπορεί νά ὑπολογίζει σ'αὐτό· твердо \рассчитывать на кого́-л. εἶμαι σίγουρος πώς... -
39 себестоимость
себестоимостьж τό κόστος τής παραγωγής. -
40 снижать
сниж||а́тьнесов1. χαμηλώνω, κατεβάζω:\снижать самолет κατεβάζω (или χαμηλώνω) τό ἀεροπλάνο·2. (уменьшать) ἐλαττώνω, μειώνω:\снижать себестоимость про-ду́кции μειώνω (или ἐλαττώνω) τό κόστος τής παραγωγής· \снижать цены μειώνω (или ἐλαττώνω) τίς τιμές·3. (по службе) ὑποβιβάζω· ◊ \снижать тон χαμηλώνω τόν τόνο.
См. также в других словарях:
κόστος — spice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόστος — Η χρηματική ή άλλη θυσία που απαιτείται για την απόκτηση ενός αγαθού. Συνδέεται με τη βασική οικονομική παρατήρηση σχετικά με την ανεπάρκεια των αγαθών σε σχέση με τις ανθρώπινες ανάγκες, κατάσταση που δεν επιτρέπει την ελεύθερη διάθεσή τους και… … Dictionary of Greek
κόστος — το (λ. ιταλ.) 1. η δαπάνη που απαιτείται για την αποπεράτωση έργου. 2. το όσο κοστίζει ένα εμπόρευμα προτού να επιβαρυνθεί με το εμπορικό κέρδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
ντάμπινγκ — (dumping). Αγγλική λέξη που μπήκε στη διεθνή οικονομική ορολογία για το χαρακτηρισμό της πώλησης εμπορευμάτων σε μια ξένη αγορά, σε τιμή κατώτερη από το οριακό κόστος παραγωγής ή την τιμή στην εσωτερική αγορά. Το ν. μπορεί να ασκηθεί είτε από… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση … Dictionary of Greek
συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek