-
41 κόστοιο
κόστονspice: neut gen sg (epic)κόστοςspice: masc gen sg (epic) -
42 κόστον
κόστονspice: neut nom /voc /acc sgκόστοςspice: masc acc sg -
43 κόστου
κόστονspice: neut gen sgκόστοςspice: masc gen sg -
44 κόστω
-
45 κόστῳ
-
46 τριακοστός
τριᾱκοστός, τριακοστόςthirtieth: masc nom sg -
47 costamomum
costamōmum, ī, n. (κόστος u. ἄμωμον), eine dem costum u. amomum ähnliche Gewürzpflanze, Martian. dig. 39, 4, 16. § 7.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > costamomum
-
48 costum
-
49 себестоимость
[σιμπιστόιμαστ"] ουσ. θ. το κόστος της παραγωγής -
50 себестоимость
[σιμπιστόιμαστ"] ουσ θ το κόστος της παραγωγής -
51 общий
επ., βρ: общ, общи, обще.1. γενικός, καθολικός•-ее правило γενικός κανόνας•
-е собриние γενική συνέλευση•
-ее название γενική ονομασία•
общий кризис γενική κρίση•
-ее впечатление γενική εντύπωση•
-ее молчание γενική (απόλυτη) σιγή•
-ее благо γενικό καλό.
2. κοινός•общий язык κοινή γλώσσα•
-ее мнение κοινή γνώμη•
-ее дело κοινή υπόθεση•
-ими силами με κοινές δυνάμεις•
-ая собственность συνιδιοκτησία• συγκυριότητα•
-ая черти κοινό χαρακτηριστικό•
-ими усилиями με κοινές προσπάθειες.
3. ολικός, συνολικός•-ая стоимость ολική αξία ή κόστος•
-итог ολικό άθροισμα•
-ая сумма ολικό ποσό.
4. βασικός• θεμελιώδης•-ие вопросы науки τα βασικά ζητήματα της επιστήμης.
εκφρ.в -их чертах – σε γενικές γραμμές, αδρομερώς;, σε χοντρές γραμμές•-ее место; – α) κοινός τόπος, β) κοινοτοπία, πεζότητα• ρουτίνα•- ее обра-зовиние – γενική μόρφωση (χωρίς ειδίκευση)•в -ем – εν τέλει, τελικά•в -ем и в целом – γενικά•в -ей сложности – συνολικά, εν συνόλω•общий нет ничего -его с кем,чем – δεν έχω τίποτε το κοινό με κάποιον, με κάτι•найти общий язык – βρίσκω κοινή γλώσσα (συνδιαλλαγής), σύμτωσης απόψεων•в -ем сказать – για να πω γενικά•наибольший делитель – ο μέγιστος κοινός διαιρέτης•- ее наименьшее критное – το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο. -
52 окупить
окуплю, окупишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окупленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ. καλύπτω τα έξοδα•окупить себестоимость βγάζω το κόστος•
окупить затраты (расходы) καλύπτω (βγάζω)τα έξοδα.
|| μτφ. (ε)ξαγοράζω.καλύπτομαι•расходы -лись τα έξοδα καλύφτηκαν.
|| μτφ. (ε)ξαγοράζομαι. -
53 себестоимость
-и θ.το κόστος παραγωγής•снижение -и продукции μείωση του κόστους των προϊόντων ή της παραγωγής.
-
54 κοστάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοστάριον
-
55 ἐνενηκοστός
A ninetieth, interpol. in X.HG1.2.1, cf. Aët.1.112:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνενηκοστός
-
56 ἐννενήκοντα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννενήκοντα
-
57 ἕε
ἕε, poet. for ἕ,A him, acc. of οὗ. [full] ἔεδνα, [full] ἐεδνόω, [full] ἐεδνωτής, [dialect] Ep. for ἑδν-. [full] ἐεικοσάβοιος, [full] ἐείκοσι, [suff] ἑδωλι-κόσορος, [suff] ἑδωλι-κοστός, [dialect] Ep. for εἰκος-. [full] ἐεικώς, v. εἴκω. [full] ἐείλεον, v. εἴλω. [full] ἔειπα, [full] ἔειπον, [dialect] Ep. for εἶπα, εἶπον. -
58 διᾱκόσιοι
διᾱκόσιοιGrammatical information: numeralDerivatives: διακοσιοστός `the twohundredth' (D. H.), ἡ διακοσιοστή name of a half procent tax im Ptol. Egypt (pap.); διακοσιάκις (Herod. Med.); - διακοσιάπρωτοι name of the highest class of taxpayers (Aphrodisias; after δεκά-πρωτοι); διακοσιοντά-χους `twohundredfold' (Str.; after ἑκατοντά-χους usw.), cf. διακοσιοντάκις (Alex. Aphr.).Origin: IE [Indo-European] [228] *dui-dḱmt- `twohundred'Etymology: Original form of the second member - κάτιοι, which became - κόσιοι with regular assibilation τ \> σ and analogical - ο- after - κοντα, - κοστός; διᾱ-, διη- for δι- (s. δίς) after τριᾱ-, τριη-κόσιοι etc. Details in Schwyzer 592f. Cf. εἴκοσι and ἑκατόν.Page in Frisk: 1,385Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διᾱκόσιοι
-
59 paha
αξία, κόστος -
60 frais
1) δροσερός2) κόστος3) αμοιβή4) φρέσκος
См. также в других словарях:
κόστος — spice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόστος — Η χρηματική ή άλλη θυσία που απαιτείται για την απόκτηση ενός αγαθού. Συνδέεται με τη βασική οικονομική παρατήρηση σχετικά με την ανεπάρκεια των αγαθών σε σχέση με τις ανθρώπινες ανάγκες, κατάσταση που δεν επιτρέπει την ελεύθερη διάθεσή τους και… … Dictionary of Greek
κόστος — το (λ. ιταλ.) 1. η δαπάνη που απαιτείται για την αποπεράτωση έργου. 2. το όσο κοστίζει ένα εμπόρευμα προτού να επιβαρυνθεί με το εμπορικό κέρδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
ντάμπινγκ — (dumping). Αγγλική λέξη που μπήκε στη διεθνή οικονομική ορολογία για το χαρακτηρισμό της πώλησης εμπορευμάτων σε μια ξένη αγορά, σε τιμή κατώτερη από το οριακό κόστος παραγωγής ή την τιμή στην εσωτερική αγορά. Το ν. μπορεί να ασκηθεί είτε από… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση … Dictionary of Greek
συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek