Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κόστον

См. также в других словарях:

  • κόστον — κόστον, τὸ (Α) το αρωματικό φυτό κόστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. κόστος (Ι), ο] …   Dictionary of Greek

  • κόστον — spice neut nom/voc/acc sg κόστος spice masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόστοιο — κόστον spice neut gen sg (epic) κόστος spice masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόστου — κόστον spice neut gen sg κόστος spice masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόστῳ — κόστον spice neut dat sg κόστος spice masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακοστόν — τριᾱκοστόν , τριακοστός thirtieth masc acc sg τριᾱκοστόν , τριακοστός thirtieth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КОСТУМ —    • Costum,          греч. κόστος, κόστον, корень индийского кустарника, принадлежащий, вместе с nardum, листом одного растения, к ароматнейшим индийским травам; поэтому то и другое преимущественно назывались radix et folium. Plun. 12, 12, 25.… …   Реальный словарь классических древностей

  • κόστος — Η χρηματική ή άλλη θυσία που απαιτείται για την απόκτηση ενός αγαθού. Συνδέεται με τη βασική οικονομική παρατήρηση σχετικά με την ανεπάρκεια των αγαθών σε σχέση με τις ανθρώπινες ανάγκες, κατάσταση που δεν επιτρέπει την ελεύθερη διάθεσή τους και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»