Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κόλουσις

См. также в других словарях:

  • κόλουσις — κόλουσις, ἡ (Α) [κολούω] βράχυνση, αποκοπή, κολόβωση (α. «ἡ τῶν ὑπερεχόντων σταχύων κόλουσις», Αριστοτ. β. «ἡ κόλουσις κωλύσασα τὴν εἰς τὸν ὄγκον βλάστην», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • κόλουσις — docking fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολούσει — κόλουσις docking fem nom/voc/acc dual (attic epic) κολούσεϊ , κόλουσις docking fem dat sg (epic) κόλουσις docking fem dat sg (attic ionic) κολούω cut short aor subj act 3rd sg (epic) κολούω cut short fut ind mid 2nd sg κολούω cut short fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολούσεις — κόλουσις docking fem nom/voc pl (attic epic) κόλουσις docking fem nom/acc pl (attic) κολούω cut short aor subj act 2nd sg (epic) κολούω cut short fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλουσιν — κόλουσις docking fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολούρωσις — κολούρωσις, ἡ (Α) [κόλουρος] κόλουσις* …   Dictionary of Greek

  • ԿՐՃԱՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1137 Chronological Sequence: 12c գ. κατατομή concisio κόλουσις mutilatio. Թլփատութիւն. յապաւումն. խեղութիւն. *Զգոյշ եղերուք ʼի կրճատութեամբ մարդոյ. զի ակն ական ասաց, եւայլն. Սարգ. յկ. ՟Ե …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κολούσεως — κολούσεω̆ς , κόλουσις docking fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολούσῃ — κολούσηι , κόλουσις docking fem dat sg (epic) κολούω cut short aor subj mid 2nd sg κολούω cut short aor subj act 3rd sg κολούω cut short fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»