Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κολούρα

См. также в других словарях:

  • κολούρα — κολούρα, ἡ (Α) [κόλουρος] είδος λόφου …   Dictionary of Greek

  • κόλουρα — κόλουρος dock tailed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σουλτανίνα — Ποικιλία αμπελιού (οικογένεια Αμπελίδες, δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται για την παραγωγή εκλεκτής ποιότητας επιτραπέζιων σταφυλιών και ξερών σταφίδων. Καλλιεργείται στην Τουρκία, Περσία, Αμερική (Καλιφόρνια), Αυστραλία και στην Ελλάδα, με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»