-
1 κολαστικός
κολαστικός, züchtigend, strafend; δίκη Plat. Soph. 229 a; Plut. u. a. Sp.; auch = hemmend, in Schranken haltend, Sp.
-
2 κολαστικος
-
3 κολαστικός
κολαστικόςcorrective: masc nom sg -
4 κολαστικός
κολαστικός, züchtigend, strafend; hemmend, in Schranken haltend -
5 κολαστικός
η, ό[ν] карающий, наказывающий -
6 κολαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολαστικός
-
7 κολαστικά
κολαστικόςcorrective: neut nom /voc /acc plκολαστικά̱, κολαστικόςcorrective: fem nom /voc /acc dualκολαστικά̱, κολαστικόςcorrective: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 κολαστικωτάτων
κολαστικόςcorrective: fem gen superl plκολαστικόςcorrective: masc /neut gen superl pl -
9 κολαστικόν
κολαστικόςcorrective: masc acc sgκολαστικόςcorrective: neut nom /voc /acc sg -
10 κολαστικαί
κολαστικόςcorrective: fem nom /voc pl -
11 κολαστικοί
κολαστικόςcorrective: masc nom /voc pl -
12 κολαστικούς
κολαστικόςcorrective: masc acc pl -
13 κολαστική
κολαστικόςcorrective: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
14 κολαστικήν
κολαστικόςcorrective: fem acc sg (attic epic ionic) -
15 κολαστικών
-
16 κολαστικῶν
-
17 κολαστική
-
18 κολαστικῇ
-
19 κολαστικής
-
20 κολαστικῆς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κολαστικός — corrective masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικός — ή, ό (AM κολαστικός, ή όν) [κολαστής] ο σχετικός με τον κολασμό, κολαστήριος, κατάλληλος στο να τιμωρεί («τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δαιμονικόν, οὐ θεῑον δὲ οὐδἐ Ολύμπιον», Πλούτ.) (νεοελλ) αυτός που γίνεται για μετριασμό, περισταλτικός,… … Dictionary of Greek
κολαστικά — κολαστικός corrective neut nom/voc/acc pl κολαστικά̱ , κολαστικός corrective fem nom/voc/acc dual κολαστικά̱ , κολαστικός corrective fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικωτάτων — κολαστικός corrective fem gen superl pl κολαστικός corrective masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικῶν — κολαστικός corrective fem gen pl κολαστικός corrective masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικόν — κολαστικός corrective masc acc sg κολαστικός corrective neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικαῖς — κολαστικός corrective fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικαί — κολαστικός corrective fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικοῖς — κολαστικός corrective masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικοί — κολαστικός corrective masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικοῦ — κολαστικός corrective masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)