-
1 κόκκαλος
-
2 κόκκαλος
κόκκαλοςkernel of the: masc nom sg -
3 κόκκαλος
κόκκᾰλος, ὁ,A kernel of the στρόβιλος, Hp.Acut.(Sp.) 30, 34; = κῶνος, Gal.15.848, cf. 12.55; coupled with ὀστρακίς, Ath.3.126a; = Κνίδιος κόκκος, Dsc. ap. Gal.19.113.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόκκαλος
-
4 κόκκαλος
-
5 κοκκάλου
κόκκαλοςkernel of the: masc gen sg -
6 κοκκάλους
κόκκαλοςkernel of the: masc acc pl -
7 κοκκάλων
κόκκαλοςkernel of the: masc gen pl -
8 κόκκαλον
κόκκαλοςkernel of the: masc acc sg -
9 κόκκαλ'
κόκκαλε, κόκκαλοςkernel of the: masc voc sg -
10 κόκκος
Grammatical information: m.Meaning: 1. `kernel of fruits, esp. of the pomegranate' (h. Cer., IA.; cf. Strömberg Theophrastea 185); 2. `berry (gall) of the kermes oak, scarlet, the kermes oak' (Thphr., Gal., Dsc.; Michell ClassRev. 69, 246); 3. metaph. `pill' (medic.).Compounds: Compp., e. g. κοκκο-βαφής `painted with scarlet' (Thphr.), καλλί-κοκκος `with beautiful kernes' (Thphr.); κοκκό-δαφνον, δαφνό-κοκκον (medic.) = κόκκος δάφνης, δαφνίς (Strömberg Wortstudien 7).Derivatives: Diminut. κοκκίον, κοκκάριον (medic.); κόκκων, - ωνος m. `kernel of the granate' (Sol., Hp.), `mistletoe-berry' (H.), κόκκαλος m. `kernel of the stone pine' (Hp., Gal.; Chantraine Formation 247); κοκκίδες pl. `scarlet slippers' (Herod.), - ίδα αἴγειρον H.; κόκκινος `scarlet' (Herod., pap., Arr.) with κοκκινίζω `be scharlet' (Sch.), κοκκηρός `made of scarlet' ( Edict. Diocl.; like οἰνηρός, ἐλαιηρός); κοκκίζω `take out the kernel' (A., Ar.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Etymology unknown, prob foreign; note the popular gemination (Chantraine Formation 7). - Alessio Studi etr. 18, 126 (s. also Belardi Doxa 3, 210) reminds of Span. cuesco `note' and considers a Mediterranaean * cosco-, from which κόκκος(? rejected by Fur. 293 n. 4). - Prob. Pre-Greek.Page in Frisk: 1,895Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόκκος
См. также в других словарях:
κόκκαλος — κόκκαλος, ὁ (AM) βλ. κόκαλος … Dictionary of Greek
κόκκαλος — kernel of the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκάλου — κόκκαλος kernel of the masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκάλους — κόκκαλος kernel of the masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκάλων — κόκκαλος kernel of the masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκαλον — κόκκαλος kernel of the masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκαλος — και κόκκαλος, ο (AM κόκκαλος) νεοελλ. 1. κόκαλο 2. ο σκληρός πυρήνας τών καρπών, το κουκούτσι νεοελλ. μσν. ισχίο αρχ. 1. το κουκούτσι τού κουκουναριού 2. το κουκουνάρι 3. ο καρπός τού φυτού δαφνοειδές το κνίδιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + επίθημα… … Dictionary of Greek
Katze (5), die — 5. Die Katze, plur. die n, noch mehr im Diminut. das Kätzchen, Oberd. Kätzlein, ein Bündel, ein Büschel. 1) Im gemeinen Leben, eine sehr gewöhnliche Benennung derjenigen cylindrischen, zuweilen kugelförmigen Kelche an verschiedenen Bäumen, welche … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… … Dictionary of Greek
κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… … Dictionary of Greek
κόκαλο — και κόκκαλο, το (Μ κόκκαλον) 1. οστό 2. φρ. «τρώγω κάποιον ώς το κόκαλο» εκμεταλλεύομαι κάποιον πάρα πολύ νεοελλ. 1. εργαλείο ή εξάρτημα κατασκευασμένο από οστό, όπως π.χ. το πλήκτρο τού πιάνου 2. μικρό εργαλείο από ξύλο, μέταλλο ή κόκαλο, με το… … Dictionary of Greek