-
1 κύθρα
-
2 κύθρα
κύθρα, ας, ἡ (Ionic and later Gk. for χύτρος [χέω]; Herodas 7, 76; Etym. Mag. p. 454, 43; PTebt 112, 42; 47, 75 [112 B.C.]; PAmh 125, 5; s. Mayser p. 184. For the LXX s. Thackeray p. 103) a pot 1 Cl 17:6 (quot. of unknown origin; s. RHarris, JBL 29, 1910, 190f).—DELG s.v. χέω III. -
3 κύθρα
-ας + ἡ N 1 0-1-0-0-0=1 1 Sm 2,14earthen pot; neol.? -
4 χύτρα
χύτρ-α, ἡ, [dialect] Ion. [full] κύθρη Herod.Fr.3 Bgk., later Gr. [full] κύθρα PTeb. 112.42, al. (ii B. C.), Choerob in Theod.2.146H.; Sicil. (acc. to Greg. Cor.p.341S.) [full] κύτρα (but [full] κύθρα is [dialect] Dor. acc. to Choerob. in Theod.2.423H., and [full] χύτρα is found in Epich.33): ([etym.] χέω):—A earthen pot, pipkin, Ar.Ach. 284 (troch.), Av.43, al., X.HG4.5.4, Antiph.70, Thphr. Char.10.5, etc.;χύτρας ἴχνος ἀπὸ σποδοῦ ἀφάνιζε Pythag.
ap. Iamb. Protr.21.λδ; χύτραι δίωτοι Pl.Hp.Ma. 288d
;τοὐπίθημα τῆς χ. ἀφελών Hegesipp.1.13
; children were exposed in pots, ; cf. χυτρίζω.2 χύτραις ἱδρύειν set up, consecrate an altar or statue with pots of pulse, τὰς χ. αἷς τὸν θεὸν (sc. Πλοῦτον)ἱδρυσόμεθα Id.Pl. 1197
, cf. Sch. ad loc.;Ζηνὸς ἑρκείου χύτρας, μεθ' ὧν ὁ βωμὸς.. ἱδρύθη Id.Fr. 245
; τί δ' ἄλλο γ' ἢ ταύτην (sc. Εἰρήνην) χύτραις ἱδρυτέον; Answ. , cf. Sch.4 prov., χύτραις λημᾶν to have swellings as big as pipkins in the corners of the eye (cf. λημᾶν κολοκύνταις), Luc.Ind.23, Diogenian.5.63, Hsch.5 name given to black figs by Mariandyni, Pherecr.68.4. -
5 κίθρα
Grammatical information: f.Meaning: a vase to preserve resins (Herod. Med.)Origin: GR [a formation built with Greek elements]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κίθρα
См. также в других словарях:
κύθρα — κύθρα, ἡ (AM) χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα, με μετάθεση δασύτητας] … Dictionary of Greek
κίθρα — κίθρα, ἡ (Α) (αμφβλ. σημ.) δοχείο στο οποίο εναπόθεταν τα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. του κύθρα < χύτρα με μετάθεση τής δασύτητας] … Dictionary of Greek
κυθροκαντήλα — κυθροκαντήλα, ἡ (Μ) καντήλα με σχήμα ή μέγεθος χύτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύθρα «χύτρα» + καντήλα] … Dictionary of Greek
μονόκυθρον — μονόκυθρον, τὸ (Μ) είδος φαγητού, ιδίως τών μοναχών, από διάφορα υλικά που βράζουν στην ίδια χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κύθρα «χύτρα»] … Dictionary of Greek
χύτρα — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. κύθρη και δωρ. τ. κύθρα και σικελ. τ. κύτρα Α πήλινο μαγειρικό σκεύος για βράσιμο φαγητού, με δύο συνήθως λαβές, κν. σήμερα τσουκάλι (α. «Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί τού πυρός», Παπαδ. β.… … Dictionary of Greek