-
1 κυθρόπους,-ποδος
ὁ N 3 1-0-0-0-0=1 Lv 11,35pot, cauldron, potstand; neol.? -
2 κύθρα
-
3 χυτρόπους
A stand for a pot, Alciphr.3.5, Sch.Ar. Pax 893 (gloss on λάσανα); also [full] κυθρόπους PMag.Lond.46.269, Zos.Alch.p.222 B.2 pot or cauldron,χυτρόποδες Hes.Op. 748
, LXX Le.11.35;χ. κέραμοι App.Anth.5.29.5
([place name] Juba).3 = τορύνη, Sch.Ar.Ra. 509:—[var] Dim. [suff] χυτρο-πόδιον, τό, Hippon.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χυτρόπους
См. также в других словарях:
χυτρόπους — και κυθρόπους, ποδος, ὁ, Α 1. χύτρα με πόδια, με στηρίγματα 2. τρίποδο σκεύος πάνω στο οποίο τοποθετούσαν τη χύτρα, η πυροστιά 3. μεγάλη κουτάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. σφηνό πους] … Dictionary of Greek