-
1 κύθρα
-
2 χύτρα
χύτρα, ἡ, ion. κύϑρα u. κύτρα (gewiß mit χέω zusammenhangend), 1) ein irdener Topf; Ar. oft, Plat. u. Folgde; im plur. χύτραι, der Topfmarkt, Schol. Ar. Av. 13 Poll. 7, 163; – ταύτην χύτραις ἱδρυτέον, diese muß man mit Töpfen aufstellen, Ar. Pax 924, geht auf den alten Gebrauch, Altäre u. Statuen niederer Gottheiten, die in Eile aufgestellt werden sollten, mit Töpfen voll gekochter Hülsenfrüchte einzuweihen, vgl. Plut. 1197. – Komisch übertrieben λημᾶν χύτραις, Unreinigkeiten, so groß wie Kochtöpfe in den Augenwinkeln haben, wie λημᾶν κολοκύνταις, Luc. adv. ind. 33. – 2) ein Kuß, bei dem man den Andern an die Ohren faßte, ein Henkelkuß, λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν Eunic. com. bei Poll. 10, 100; Theocr. 5, 133. – Im plur. αἱ χύτραι, = χύτροι, nach Brunck's Aenderung Ar. Ran. 218.
См. также в других словарях:
κύθρα — κύθρα, ἡ (AM) χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα, με μετάθεση δασύτητας] … Dictionary of Greek
κίθρα — κίθρα, ἡ (Α) (αμφβλ. σημ.) δοχείο στο οποίο εναπόθεταν τα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. του κύθρα < χύτρα με μετάθεση τής δασύτητας] … Dictionary of Greek
κυθροκαντήλα — κυθροκαντήλα, ἡ (Μ) καντήλα με σχήμα ή μέγεθος χύτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύθρα «χύτρα» + καντήλα] … Dictionary of Greek
μονόκυθρον — μονόκυθρον, τὸ (Μ) είδος φαγητού, ιδίως τών μοναχών, από διάφορα υλικά που βράζουν στην ίδια χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κύθρα «χύτρα»] … Dictionary of Greek
χύτρα — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. κύθρη και δωρ. τ. κύθρα και σικελ. τ. κύτρα Α πήλινο μαγειρικό σκεύος για βράσιμο φαγητού, με δύο συνήθως λαβές, κν. σήμερα τσουκάλι (α. «Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί τού πυρός», Παπαδ. β.… … Dictionary of Greek