-
1 κωλυτικος
3препятствующий, мешающийκωλυτικώτερόν τι Xen. — большая помеха;
τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arst. — обстоятельства, препятствующие возникновению противоположных качеств -
2 κωλῡτικός
κωλῡτικός, zum Verhindern, Hemmen geschickt, geeignet; τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arist. rhet. 1, 6; τῆς φϑορᾶς de anim. 1, 1; Sp.; – compar., τοῦ δ' ἐπιμελεῖσϑαι οἴει τι κωλυτικώτερον ἀκρασίας εἶναι Xen. Mem. 4, 5, 7.
-
3 κωλῡτικός
κωλῡτικός, zum Verhindern, Hemmen geschickt, geeignet -
4 κωλυτικός
κωλῡτικός, κωλυτικόςpreventive: masc nom sg -
5 κωλυτικός
-ή,-όν A 0-0-0-0-3=3 4 Mc 1,3.30; 2,6hindering, controlling [τινος] -
6 κωλυτικός
A preventive, τινος of a thing, X.Mem.4.5.7 ([comp] Comp.), Arist.Rh. 1362a29, EN 1096b12, Thphr.Ign.45, Epicur.Ep.2p.52U., Porph.Abst.2.47: abs., in Astrol.,ἀστὴρ ἄπρακτος καὶ κ. Vett.Val.178.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωλυτικός
-
7 δια-κωλῡτικός
δια-κωλῡτικός, ή, όν, verhindernd; ἔργα Plat. Polit. 280 d; Arist. H. A. 10, 1.
-
8 κωλυτικά
κωλῡτικά, κωλυτικόςpreventive: neut nom /voc /acc plκωλῡτικά̱, κωλυτικόςpreventive: fem nom /voc /acc dualκωλῡτικά̱, κωλυτικόςpreventive: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 κωλυτικώτερον
κωλῡτικώτερον, κωλυτικόςpreventive: adverbial compκωλῡτικώτερον, κωλυτικόςpreventive: masc acc comp sgκωλῡτικώτερον, κωλυτικόςpreventive: neut nom /voc /acc comp sg -
10 κωλυτικών
κωλῡτικῶν, κωλυτικόςpreventive: fem gen plκωλῡτικῶν, κωλυτικόςpreventive: masc /neut gen pl -
11 κωλυτικῶν
κωλῡτικῶν, κωλυτικόςpreventive: fem gen plκωλῡτικῶν, κωλυτικόςpreventive: masc /neut gen pl -
12 κωλυτικόν
κωλῡτικόν, κωλυτικόςpreventive: masc acc sgκωλῡτικόν, κωλυτικόςpreventive: neut nom /voc /acc sg -
13 διακωλυτικος
-
14 κωλυτικής
-
15 κωλυτικῆς
-
16 κωλυτικαί
κωλῡτικαί, κωλυτικόςpreventive: fem nom /voc pl -
17 κωλυτικοί
κωλῡτικοί, κωλυτικόςpreventive: masc nom /voc pl -
18 κωλυτικούς
κωλῡτικούς, κωλυτικόςpreventive: masc acc pl -
19 κωλυτικώς
-
20 κωλυτικῶς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κωλυτικός — κωλυτικός, ή, όν (AM) [κωλύω] ο κατάλληλος να εμποδίσει κάτι ή κάποιον από κάτι άλλο («τοῡ δ ἐπιμελεῑσθαι ὧν προσήκει οἴει τι κωλυτικώτερον εἶναι ἀκρασίας;», Ξεν.). επίρρ... κωλυτικῶς με παρεμποδιστικό τρόπο … Dictionary of Greek
κωλυτικός — κωλῡτικός , κωλυτικός preventive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτικά — κωλῡτικά , κωλυτικός preventive neut nom/voc/acc pl κωλῡτικά̱ , κωλυτικός preventive fem nom/voc/acc dual κωλῡτικά̱ , κωλυτικός preventive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτικώτερον — κωλῡτικώτερον , κωλυτικός preventive adverbial comp κωλῡτικώτερον , κωλυτικός preventive masc acc comp sg κωλῡτικώτερον , κωλυτικός preventive neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτικῶν — κωλῡτικῶν , κωλυτικός preventive fem gen pl κωλῡτικῶν , κωλυτικός preventive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτικόν — κωλῡτικόν , κωλυτικός preventive masc acc sg κωλῡτικόν , κωλυτικός preventive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek
μορατόριο — και μορατόριουμ, το 1. συμφωνία ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή κράτη για προσωρινή αναστολή ενεργειών που θα επιδείνωναν τις μεταξύ τους σχέσεις 2. (νομ.) δικαιοστάσιο 3. προσωρινή απαγόρευση τής χρήσης ή τής παραγωγής ενός προϊόντος 4. (γενικά)… … Dictionary of Greek
κωλυτικαί — κωλῡτικαί , κωλυτικός preventive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτικοί — κωλῡτικοί , κωλυτικός preventive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτικούς — κωλῡτικούς , κωλυτικός preventive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)