Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κυφότης

См. также в других словарях:

  • κυφότης — a being bent fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυφότητα — κυφότης a being bent fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυφότητι — κυφότης a being bent fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυφότητος — κυφότης a being bent fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυφότητα — η (AM κυφότης, ητος) [κυφός] 1. η ιδιότητα τού κυφού 2. ιατρ. η ραχιτική παραμόρφωση, η κύφωση τής σπονδυλικής στήλης, το καμπούριασμα (μσν. αρχ.) η στρογγυλότητα («ἀπὸ γὰρ τῆς κυφότητος τὸ κύπελλον», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»