-
1 κῡφός
κῡφός (vgl. κύπτω), vornüber gebogen, gebückt, gekrümmt; γήραϊ κυφός Od. 2, 16; Ar. Plut. 266; κυφὸς διὰ γῆρας D. L 6, 92; – αἱ κυφαί, eine Art καρῖδες, Matro bei Ath. IV, 156 a; Arist. H. A. 4, 2. 5, 17; vgl. τρίγλαι κυφαί Epicharm. bei Ath. VII, 288 a; καρῖδες Asclepds. 28 (V, 185).
-
2 κυφος
-
3 κύφος
-
4 κῦφος
-
5 κῦφος
-
6 Κυφος
-
7 Κύφος
Κύφοςfem nom sg -
8 κυφός
A bent forwards, stooping, hunchbacked,ὃς δὴ γήραϊ κ. ἔην καὶ μυρία ᾔδη Od.2.16
; κ. ἀνήρ, πρεσβύτης, Ar.Ach. 703, Pl. 266; σφόνδυλοι ἕλκονται ἐς τὸ κ., in curvature of the spine, Hp.Art.41;τρίγλαι κ. Epich.64
; freq. of shrimps, from their form, Eub.111, Matro Conv.64, AP5.184 (Asclep.); τῶν καρίδων αἱ κυφαί shrimps, e.g. Palaemon squilla, Arist.HA 525b1, cf. 549b12; of birds, Id.IA 710b18; alsoὑπὸ κ. ἄροτρον IG14.2012.14
(Sulp. Max.); cf.κύφων 1
.II curved, round, of a cup, Ath.11.482e. -
9 κῦφος
-
10 κῦφός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κῦφός
-
11 Κύφος
Κύφος: a town in Perrhaebia in Thessaly, Il. 2.748†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Κύφος
-
12 κῦφος
κῦφος, τό, Krümmung, Buckel; hohles Gefäß, Kufe -
13 κῡφός
κῡφός, vornüber gebogen, gebückt, gekrümmt -
14 κυφός
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κυφός
-
15 κυφός
κῡφός, κυφόςbent forwards: masc nom sg -
16 κυφός
η, όν см. καμπούρης -
17 πάγ-κῡφος
-
18 ἐπί-κῡφος
-
19 ὑπό-κῡφος
ὑπό-κῡφος, = ὑπόκυρτος, Schol. Luc. D. D. 7, 4.
-
20 Κύφοι
Κύφοςfem nom /voc pl
См. также в других словарях:
κῦφος — hump neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύφος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύφος — Ονομασία όρους και πόλης της Θεσσαλίας, κατά την αρχαιότητα, ίσως και ποταμού, σύμφωνα με τον Στέφανο τον Βυζάντιο. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ήταν πρωτεύουσα των Αινιάνων και των Περραιβών και ότι πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία με επικεφαλής τον… … Dictionary of Greek
κυφός — Ονομασία όρους και πόλης της Θεσσαλίας, κατά την αρχαιότητα, ίσως και ποταμού, σύμφωνα με τον Στέφανο τον Βυζάντιο. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ήταν πρωτεύουσα των Αινιάνων και των Περραιβών και ότι πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία με επικεφαλής τον… … Dictionary of Greek
κυφός — κῡφός , κυφός bent forwards masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύφοι — Κύφος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύφον — Κύφος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύφου — Κύφος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύφων — Κύφος fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… … Dictionary of Greek
κυφά — κῡφά , κυφός bent forwards neut nom/voc/acc pl κῡφά̱ , κυφός bent forwards fem nom/voc/acc dual κῡφά̱ , κυφός bent forwards fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)