Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κυπασσίς

См. также в других словарях:

  • κύπασσις — short frock fem nom sg κυπασσίς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπασσις — κύπασσις, εως και κύπαττις, ιδος και, κατά τον Ησύχ., κυπασίς, ίδος, ὁ, ἡ (Α) κοντός ανδρικός, ή και γυναικείος, χιτώνας που έφθανε μέχρι το μέσο τού μηρού («πάρ δέ ζώματα πολλὰ καὶ κυπάττιδες», Αλκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ.… …   Dictionary of Greek

  • κυπάσσιδες — κύπασσις short frock fem nom/voc pl κυπασσίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπασσι — κύπασσις short frock fem voc sg κυπασσίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπασσιν — κύπασσις short frock fem acc sg κυπασσίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπάς — κυπάς, άδος, ἡ (Α) η κύπασσις* …   Dictionary of Greek

  • κυπάσσιον — κυπάσσιον, τὸ (Α) υποκορ. τού κύπασσις* …   Dictionary of Greek

  • κυπασσίσκος — κυπασσίσκος, ὁ (Α) υποκορ. τού κύπασσις* …   Dictionary of Greek

  • κυπαττίδες — κυπασσίδες , κυπασσίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»