-
1 κυπασσίσκος
κυπασσίσκος, ὁ, dim. zum Vorigen, Hippon. bei Tzetz. zu Lycophr. 855, wo auch die Form κυπασσίσκιον steht.
-
2 κυπασσίσκον
κυπασσίσκοςshort frock: masc acc sg -
3 κύπασσις
κύπασσις [ῠ] (A- ασίς Hsch.
), εως ( ιδος Alc.15.6), ὁ (ἡ v.l. in Hecat. 284 J.), short frock, reaching to a man's mid-thigh, Alc.l.c. (in form κυπάττιδες), Ion Trag.59, Lys.Fr.58 S.; also worn by women, Ar. Fr. 519, AP6.202 (Leon.), cf. 272 (Pers.), 358 (Diotim.); κ. Περσικαί Hecat.l.c.; κ. χερμάδων prob. for κύπας τις χ. in Lyc.333:—[var] Dim. [full] κῠπασσίσκος, ὁ, Hippon.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύπασσις
См. также в других словарях:
κυπασσίσκος — κυπασσίσκος, ὁ (Α) υποκορ. τού κύπασσις* … Dictionary of Greek
κυπασσίσκον — κυπασσίσκος short frock masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)