-
81 περικυλίουσιν
περικυλί̱ουσιν, περί-κυλίωroll: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)περικυλί̱ουσιν, περί-κυλίωroll: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
82 προσκυλιομένων
προσκῠλιομένων, πρό-σκύλλωtorn: fut part mid fem gen pl (doric)προσκῠλιομένων, πρό-σκύλλωtorn: fut part mid masc /neut gen pl (doric)πρό-σκυλάωpres part mp fem gen pl (epic doric ionic)πρό-σκυλάωpres part mp masc /neut gen pl (epic doric ionic)προσκυλῑομένων, πρόσ-κυλίωroll: pres part mp fem gen plπροσκυλῑομένων, πρόσ-κυλίωroll: pres part mp masc /neut gen pl -
83 προσκύλιε
προσκύλῑε, πρόσ-κυλίωroll: pres imperat act 2nd sgπροσκύλῑε, πρόσ-κυλίωroll: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
84 συγκυλίει
συγκυλί̱ει, σύν-κυλίωroll: pres ind mp 2nd sgσυγκυλί̱ει, σύν-κυλίωroll: pres ind act 3rd sg -
85 ἐγκυλίω
ἐγ-κυλίω (s. κυλίω), darin wälzen. Sonst im pass. = sich darin herumwälzen; oft übertr., wie versari, εἰς πολιτικὰς πράξεις ἐγκυλισϑείς, in die Staatshändel verwickelt -
86 κυλίνδω
κυλίνδω, att. auch κυλινδέω (s. oben und vgl. κυλίω), aor. pass. ἐκυλίσϑην, wälzen, rollen, rollend od. wälzend fortbewegen; Hom. nur praes. u. impf.; κῠμα κυλίνδει ὀστέα Od. 1, 162, vgl. 14, 315; Βορέης μέγα κῦμα κυλίνδων 5, 296; οἶδμα κυλίνδει βυσσόϑεν κελαινὰν ϑῖνα Soph. Ant. 586; auch πῆμα κυλίνδειν τινί, Einem Unglück zuwälzen, Il. 17, 688; – pass., νῶϊν τόδε πῆμα κυλίνδεται 11, 347, vgl. Od. 2, 163, κῠμα κυλίνδεται Il. 11, 307; – sich wälzen, fortrollen, κυλίνδετο λᾶας Od. 11, 598, vgl. Il. 13, 142. 14, 411, κυλίνδεσϑαι κατὰ κόπρον, sich im Schmutze wälzen, als Ausdruck der heftigsten Trauer, 22, 414, wie κυλίνδεσϑαι allein Od. 4, 541. 10, 499; – κυλινδέσκοντο αἱ πέτραι Pind. P. 4, 209; ἄνω κάτω κυλίνδοντ' ἐλπίδες Ol. 12, 6; ἐν τροχῷ παντᾶ κυλινδόμενον P. 2, 23; ἐκ τροχηλάτων δίφρων κυλισϑείς, herausgestürzt, Soph. El. 50; νεφέλαι βροντῶσι κυλινδόμεναι Ar. Nubb. 374: sp. D. – Allgemein, wie versari, ὥςτε καὶ δὴ τοὔνομ' αὐτῆς ἐν ἀγορᾷ κυλίνδεται, er treibt sich auf dem Markt herum, Ar. Vesp. 492. – Adj. verb. κυλιστός, s. unten.
-
87 αμφικυλιω
или ἀμφι-κυλίνδω обертывать -
88 ανακυλιω
-
89 αποκυλιω
-
90 εγκυλιω
1) (в чём-л.) катать(τὸν κύλινδρον Arst.)
2) med.-pass. кататься, валяться ; перен. утопать, без удержу предаваться(οἱ εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθέντες Xen. - v. l. ἐκκυλισθέντες)
-
91 εισκυλιω
(πράγματα εἴς τινα Arph.)
-
92 εσκυλιω
-
93 κατακυλιω
1) катить вниз, скатывать; pass. скатываться, падать(κυνέη ἄνωθεν κατακυλισθεῖσα Her.; κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων Xen.)
2) med.-pass. катить, ехать(ἐν ταῖς ἁμάξαις Plut.)
-
94 περικυλιω
-
95 προσκυλιω
подкатывать(τὸν ὅλμον Arph.; λίθον ἐπὴ τέν θύραν и τῇ θύρᾳ NT. - v. l. ἐπὴ τῇ θύρᾳ)
-
96 вкатить
вкатитьсов, вкатывать несов1. (что-л.) μπάζω κυλώντας, (κατρα)κυλῶ, κυλίω:\вкатить бо́чку в сарай κατρακυλώ τό βαρέλι στό ὑπόστεγο·2. (въехать) разг μπαίνω ὁρμητικά. -
97 выкатить
выкатитьсов, выкатывать несов κατρακυλώ, κυλίω, βγάζω κυλώντας. -
98 катать
кататьнесов1. (мяч и т. п.) κυλώ, κυλίω·2. (возить) πηγαίνω κάποιον πε-ρίπατο[ν] (μέ μεταφορικό μέσο)·3. (белье) κυλίζω. -
99 катить
катитьнесов в разн. знач. κυλῶ, κυλίω. -
100 накатывать
накатывать Iнесов1. (чего-л.) κυλώ, κυλίω, κουβαλώ κυλώντας, συναθροίζω:\накатывать бочек (бревен) κυλώ βαρέλια (κορμούς δέντρων)·2. (наготавливать) φτιάνω·3. (дорогу) ἐξομαλύνω, ὀμαλύνω, πατῶ μέ ὁδοστρωτήρα·4. (наносить) στρώνω, ἀπλώνω (в полиграфии) / σταμ-πάρω (рисунок на ткань).накатывать IIнесов (катя, надвигать) κυλῶ, κουβαλώ κυλώντας.
См. также в других словарях:
κυλίω — και κυλώ και κυλάω κύλισα και κύλησα, κυλίστηκα και κυλήθηκα, κυλιόμενος και κυλημένος 1. μετακινώ κάτι πάνω σε μια επιφάνεια με περιστροφή, το κυλάω, το τσουλάω. 2. κάνω κάτι να κυλιστεί προς τα κάτω: Κυλούσαν μεγάλες πέτρες από την κορφή του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυλίω — (AM κυλίω) κινώ κάτι περιστροφικά στο έδαφος, τσουλάω, κυλώ ή κάνω κάτι να κυλήσει, μετακινώ στριφογυρίζοντας («κυλίσατε λίθους ἐπὶ τὸ στόμα τοῡ σπηλαίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (συν. μέσ. ή παθ.) κυλίομαι και κυλιέμαι πέφτω προς τα κάτω κυλώντας 2. φρ … Dictionary of Greek
κυλίω — κυλί̱ω , κυλίω roll pres subj act 1st sg κυλί̱ω , κυλίω roll pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλῖον — κυλίω roll pres part act masc voc sg κυλίω roll pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίεσθε — κυλί̱εσθε , κυλίω roll pres imperat mp 2nd pl κυλί̱εσθε , κυλίω roll pres ind mp 2nd pl κυλί̱εσθε , κυλίω roll imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκυλίῃ — ἐγκυλί̱ῃ , ἐν κυλίω roll pres subj mp 2nd sg ἐγκυλί̱ῃ , ἐν κυλίω roll pres ind mp 2nd sg ἐγκυλί̱ῃ , ἐν κυλίω roll pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλινδώ — ἀλινδῶ ( έω) και ἀλίνδω (Α) Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ (το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.) 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα 3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι 4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου 5. (με μειωτική σημ.)… … Dictionary of Greek
προσκυλίω — Α [κυλίω] 1. κυλίω κάτι προς μία κατεύθυνση («καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῡ μνημείου», ΚΔ) 2. παθ. προσκυλίομαι μτφ. (με κακή σημ.) κυλιέμαι μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek
συγκυλίω — Α 1. κυλίω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (κυρίως το μέσ.) συγκυλίομαι α) (σχετικά με χαμερπή απόλαυση) κυλιέμαι μαζί με κάποιον άλλο β) (για αετό) κινούμαι προς τα κάτω με ορμή («συγκυλισθεὶς ἐπὶ τὴν γῆν τὰς τρεφομένας περιστεράς... ἐθήρευεν», Διοδ.) … Dictionary of Greek
εἰσκυλίει — εἰσκυλί̱ει , εἰσ κυλίω roll pres ind mp 2nd sg εἰσκυλί̱ει , εἰσ κυλίω roll pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακυλίουσι — κατακυλί̱ουσι , κατά κυλίω roll pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατακυλί̱ουσι , κατά κυλίω roll pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)