-
61 επικυλίοντα
ἐπικυλί̱οντα, ἐπί-κυλίωroll: pres part act neut nom /voc /acc plἐπικυλί̱οντα, ἐπί-κυλίωroll: pres part act masc acc sg -
62 ἐπικυλίοντα
ἐπικυλί̱οντα, ἐπί-κυλίωroll: pres part act neut nom /voc /acc plἐπικυλί̱οντα, ἐπί-κυλίωroll: pres part act masc acc sg -
63 κατακυλίουσι
κατακυλί̱ουσι, κατά-κυλίωroll: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)κατακυλί̱ουσι, κατά-κυλίωroll: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
64 κατεκύλιον
κατεκύλῑον, κατά-κυλίωroll: imperf ind act 3rd plκατεκύλῑον, κατά-κυλίωroll: imperf ind act 1st sg -
65 κυλίον
-
66 κυλῖον
-
67 κυλιομένας
κυλῑομένᾱς, κυλίωroll: pres part mp fem acc plκυλῑομένᾱς, κυλίωroll: pres part mp fem gen sg (doric aeolic) -
68 κυλιομένη
κυλῑομένη, κυλίωroll: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————κυλῑομένῃ, κυλίωroll: pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) -
69 κυλιομένων
κυλῑομένων, κυλίωroll: pres part mp fem gen plκυλῑομένων, κυλίωroll: pres part mp masc /neut gen pl -
70 κυλιέσθων
κυλῑέσθων, κυλίωroll: pres imperat mp 3rd plκυλῑέσθων, κυλίωroll: pres imperat mp 3rd dual -
71 κυλιόμεθα
κυλῑόμεθα, κυλίωroll: pres ind mp 1st plκυλῑόμεθα, κυλίωroll: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
72 κυλιόμενον
κυλῑόμενον, κυλίωroll: pres part mp masc acc sgκυλῑόμενον, κυλίωroll: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
73 κυλίει
κυλί̱ει, κυλίωroll: pres ind mp 2nd sgκυλί̱ει, κυλίωroll: pres ind act 3rd sg -
74 κυλίομεν
κυλί̱ομεν, κυλίωroll: pres ind act 1st plκυλί̱ομεν, κυλίωroll: imperf ind act 1st pl (homeric ionic) -
75 κυλίουσι
κυλί̱ουσι, κυλίωroll: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)κυλί̱ουσι, κυλίωroll: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
76 κυλίουσιν
κυλί̱ουσιν, κυλίωroll: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)κυλί̱ουσιν, κυλίωroll: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
77 κύλιε
κύλῑε, κυλίωroll: pres imperat act 2nd sgκύλῑε, κυλίωroll: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
78 περιεκύλιον
περϊεκύλῑον, περί-κυλίωroll: imperf ind act 3rd plπερϊεκύλῑον, περί-κυλίωroll: imperf ind act 1st sg -
79 περικυλίει
περικυλί̱ει, περί-κυλίωroll: pres ind mp 2nd sgπερικυλί̱ει, περί-κυλίωroll: pres ind act 3rd sg -
80 περικυλίουσι
περικυλί̱ουσι, περί-κυλίωroll: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)περικυλί̱ουσι, περί-κυλίωroll: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
См. также в других словарях:
κυλίω — και κυλώ και κυλάω κύλισα και κύλησα, κυλίστηκα και κυλήθηκα, κυλιόμενος και κυλημένος 1. μετακινώ κάτι πάνω σε μια επιφάνεια με περιστροφή, το κυλάω, το τσουλάω. 2. κάνω κάτι να κυλιστεί προς τα κάτω: Κυλούσαν μεγάλες πέτρες από την κορφή του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυλίω — (AM κυλίω) κινώ κάτι περιστροφικά στο έδαφος, τσουλάω, κυλώ ή κάνω κάτι να κυλήσει, μετακινώ στριφογυρίζοντας («κυλίσατε λίθους ἐπὶ τὸ στόμα τοῡ σπηλαίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (συν. μέσ. ή παθ.) κυλίομαι και κυλιέμαι πέφτω προς τα κάτω κυλώντας 2. φρ … Dictionary of Greek
κυλίω — κυλί̱ω , κυλίω roll pres subj act 1st sg κυλί̱ω , κυλίω roll pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλῖον — κυλίω roll pres part act masc voc sg κυλίω roll pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίεσθε — κυλί̱εσθε , κυλίω roll pres imperat mp 2nd pl κυλί̱εσθε , κυλίω roll pres ind mp 2nd pl κυλί̱εσθε , κυλίω roll imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκυλίῃ — ἐγκυλί̱ῃ , ἐν κυλίω roll pres subj mp 2nd sg ἐγκυλί̱ῃ , ἐν κυλίω roll pres ind mp 2nd sg ἐγκυλί̱ῃ , ἐν κυλίω roll pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλινδώ — ἀλινδῶ ( έω) και ἀλίνδω (Α) Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ (το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.) 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα 3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι 4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου 5. (με μειωτική σημ.)… … Dictionary of Greek
προσκυλίω — Α [κυλίω] 1. κυλίω κάτι προς μία κατεύθυνση («καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῡ μνημείου», ΚΔ) 2. παθ. προσκυλίομαι μτφ. (με κακή σημ.) κυλιέμαι μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek
συγκυλίω — Α 1. κυλίω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (κυρίως το μέσ.) συγκυλίομαι α) (σχετικά με χαμερπή απόλαυση) κυλιέμαι μαζί με κάποιον άλλο β) (για αετό) κινούμαι προς τα κάτω με ορμή («συγκυλισθεὶς ἐπὶ τὴν γῆν τὰς τρεφομένας περιστεράς... ἐθήρευεν», Διοδ.) … Dictionary of Greek
εἰσκυλίει — εἰσκυλί̱ει , εἰσ κυλίω roll pres ind mp 2nd sg εἰσκυλί̱ει , εἰσ κυλίω roll pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακυλίουσι — κατακυλί̱ουσι , κατά κυλίω roll pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατακυλί̱ουσι , κατά κυλίω roll pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)