-
1 ανακυλιω
-
2 ἀνακυλίω
A roll up,λίθους Luc.Luct.8
, cf. D.H.Comp.20; overturn,ἁμάξας Plu.2.304f
: metaph.,χιλιοταλάντους ἀνακυλῖον οὐσίας Alex.116.7
; roll away or back,ἀνακεκύλισται ὁ λίθος Ev.Marc.16.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακυλίω
-
3 ἀνακυλίω
-
4 ανακυλίω
μετ.1) вкатывать (наверх); 2) катить назад, откатывать -
5 ἀνακυλίω
ἀνα-κυλίω, empor-, zurückwälzen -
6 ἀποκυλίω
ἀποκυλίω fut. ἀποκυλίσω; 1 aor. 3 sg. ἀπεκύλισε LXX; pf. pass. ἀποκεκύλισμαι (s. B-D-F §101 p. 46) (s. κυλίω; Diod S 14, 116, 6; Ps.-Apollod. 3, 15, 7; Lucian, Rhet. Praec. 3; Jos., Ant. 4, 284; 5, 359; LXX) roll away τὶ (Ἀρχαιολογικὴ Ἐφημερίς 1923, 39 λίθους [IV B.C.]) ἀ. τὸν λίθον (Gen 29:3, 8, 10) Mt 28:2; GPt 12:53; ἀ. τ. λίθον ἐκ τ. θύρας roll the stone away from the entrance Mk 16:3; cp. vs. 4. λίθος ἀποκεκυλισμένος ἀπὸ τ. μνημείου Lk 24:2 (so also the ptc. Mk 16:4 v.l.; the passive also has the same mng. as the intr. roll away: Diod S 20, 14, 6). S. ἀνακυλίω.—DELG s.v. κυλίνδω.
См. также в других словарях:
ανακυλίω — (Α ἀνακυλίω) κυλώ προς τα επάνω, προς τα πίσω ή κατ επανάληψη αρχ. αναποδογυρίζω, ανατρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κυλίω. ΠΑΡ. νεοελλ. ανακύλιση, ανακύλισμα] … Dictionary of Greek
ανακυλώ — ( άω) [μτγν. ἀνακυλίω] Ι. (μτβ.) 1. κυλώ 2. κυλώ προς τα επάνω ή προς τα πίσω ή κατ’ επανάληψη 3. ανακινώ, μετακινώ, κάνω άνω κάτω 4. αντιστρέφω, αναποδογυρίζω 5. σκάβω, ανασκάβω 6. μεταβάλλω τη φυσική θέση πραγμάτων, ανακατεύω 7. περιστρέφω,… … Dictionary of Greek
ανακύλιση — η 1. παλινδρομική κίνηση αντικειμένου προς τα επάνω ή προς τα κάτω ή κατ’ επανάληψη 2. (για ασθένειες) υποτροπή, ξανακύλισμα 3. ανατροπή, αναποδογύρισμα 4. σφοδρός άνεμος, θύελλα, ανεμοταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακυλίω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898… … Dictionary of Greek
ανακύλισμα — το [ανακυλίω] 1. ανατροπή, αναποδογύρισμα 2. (για ασθένειες) υποτροπή, ξανακύλισμα 3. βαθύ σκάψιμο τής γης … Dictionary of Greek