Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κυλίω

  • 1 вкатить

    вкатить
    сов, вкатывать несов
    1. (что-л.) μπάζω κυλώντας, (κατρα)κυλῶ, κυλίω:
    \вкатить бо́чку в сарай κατρακυλώ τό βαρέλι στό ὑπόστεγο·
    2. (въехать) разг μπαίνω ὁρμητικά.

    Русско-новогреческий словарь > вкатить

  • 2 выкатить

    выкатить
    сов, выкатывать несов κατρακυλώ, κυλίω, βγάζω κυλώντας.

    Русско-новогреческий словарь > выкатить

  • 3 катать

    катать
    несов
    1. (мяч и т. п.) κυλώ, κυλίω·
    2. (возить) πηγαίνω κάποιον πε-ρίπατο[ν] (μέ μεταφορικό μέσο)·
    3. (белье) κυλίζω.

    Русско-новогреческий словарь > катать

  • 4 катить

    катить
    несов в разн. знач. κυλῶ, κυλίω.

    Русско-новогреческий словарь > катить

  • 5 накатывать

    накатывать I
    несов
    1. (чего-л.) κυλώ, κυλίω, κουβαλώ κυλώντας, συναθροίζω:
    \накатывать бочек (бревен) κυλώ βαρέλια (κορμούς δέντρων)·
    2. (наготавливать) φτιάνω·
    3. (дорогу) ἐξομαλύνω, ὀμαλύνω, πατῶ μέ ὁδοστρωτήρα·
    4. (наносить) στρώνω, ἀπλώνω (в полиграфии) / σταμ-πάρω (рисунок на ткань).
    накатывать II
    несов (катя, надвигать) κυλῶ, κουβαλώ κυλώντας.

    Русско-новогреческий словарь > накатывать

  • 6 покатить

    покатить
    сов
    1. κυλῶ κάτι, κατρακυλώ κάτι, κυλίω·
    2. (поехать) разг πηγαίνω, τραβώ γιά.

    Русско-новогреческий словарь > покатить

  • 7 прокатить

    прокатить
    сов
    1. (кого-л.) πηγαίνω κάποιον περίπατο·
    2. (мяч и т. ἡ.) κυλῶ, κυλίω·
    3. разг (быстро проехать) περνώ (γρήγορα):
    \прокатить мимо до́ма περνώ δίπλα ἀπ' τό σπίτι· ◊ \прокатить на вороных (забаллотировать) уст. καταψηφίζω, μαυρίζω.

    Русско-новогреческий словарь > прокатить

  • 8 укатить

    укатить
    сов
    1. (шар, мяч) κυλῶ0«τ.), κυλίω·
    2. (уехать) разг τοῦ δίνω, τό στρίβω.

    Русско-новогреческий словарь > укатить

  • 9 катать

    [κατάτ"] ρ. κυλώ, κυλίω

    Русско-греческий новый словарь > катать

  • 10 катить

    [κατίτ”] ρ. κυλώ, κυλίω

    Русско-греческий новый словарь > катить

  • 11 катать

    [κατάτ"] ρ κυλώ, κυλίω

    Русско-эллинский словарь > катать

  • 12 катить

    [κατίτ”] ρ κυλώ, κυλίω

    Русско-эллинский словарь > катить

  • 13 бродить

    брожу, бродишь, ρ.δ.
    1. βλ. брести με τη διαφορά ότι το•

    бродить σημαίνει κίνηση επαναλαμβανόμενη, σε διάφορες κατευθύνσεις, σε διάφορο χρόνο.

    2. μτφ. κυλώ, κυλίω•

    по лицу" ее -ла улыбка στο πρόσωπο της κυλούσε το χαμόγελο.

    || μτφ. τριγυρίζω•

    тысячи мыслей -ли в моей голове χίλιες σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό μου•

    бродить в потемках ψάχνω στα σκοτεινά (μάταια προσπαθώ να καταλάβω).

    бродит, ρ.δ.
    ζυμούμαι, βράζω•

    вино -ит ο μούστος βράζει.

    Большой русско-греческий словарь > бродить

  • 14 валять

    ρ.δ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. валянный, βρ: -лян, -а, -о
    1. κυλίω, κυλώ•

    в снегу κυλώ στο χιόνι•

    валять в муке κυλώ στο αλεύρι•

    валять в грязи κυλώ στη λάσπη•

    валять по полу κυλώ στο πάτωμα (χάμω).

    2. γναφεύω υφάσματα, πιλώ, συμπιλώ.
    3. φτιάχνω, κάνω όπως-όπως, τσαπατσούλικα.
    1. κυλιέμαι, κυλίομαι.
    2. ξαπλώνω, -ομαι, κατακλίνομαι•

    пьяница валяется на мостовой ο μεθυσμένος είναι ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο.

    || πέφτω κλινήρης, κρεβατώνομαι. || κείτομαι άτακτα, είμαι πεταμένος•

    шарф -ется на полу το κασκόλ είναι πεταγμένο στο πάτωμα.

    εκφρ.
    - на ногах – προσπέφτω στα πόδια (ταπεινά παρακαλώ)•
    на дороге ή на улице ή на полуκ.τ.τ. не валяется στο δρόμο (καταγής) δε βρίσκεται, δεν αποκτιέται τζάμπα.

    Большой русско-греческий словарь > валять

  • 15 укатить

    укачу, укатишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. κυλώ, απομακρύνω κυλώντας•

    укатить бочку κυλώ το βαρέλι•

    укатить колесо κυλώ τη ρόδα (τροχό)..

    2. (για μέσα μεταφοράς)• φεύγω κυλώντας. || (για άνθρωπο) αναχωρώ, φεύγω (με μεταφ. μέσο)•

    он -ил за границу αυτός έφυγε για το εξωτερικό.

    3. (απλ.) φεύγω ολοταχώς, το σκάζω.
    1. κυλίω, απομακρύνομαι κυλιόμενος•

    мяч -лся το τόπι κύλισε μακριά.

    2. βλ. ενεργ. φ. 2 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > укатить

См. также в других словарях:

  • κυλίω — και κυλώ και κυλάω κύλισα και κύλησα, κυλίστηκα και κυλήθηκα, κυλιόμενος και κυλημένος 1. μετακινώ κάτι πάνω σε μια επιφάνεια με περιστροφή, το κυλάω, το τσουλάω. 2. κάνω κάτι να κυλιστεί προς τα κάτω: Κυλούσαν μεγάλες πέτρες από την κορφή του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυλίω — (AM κυλίω) κινώ κάτι περιστροφικά στο έδαφος, τσουλάω, κυλώ ή κάνω κάτι να κυλήσει, μετακινώ στριφογυρίζοντας («κυλίσατε λίθους ἐπὶ τὸ στόμα τοῡ σπηλαίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (συν. μέσ. ή παθ.) κυλίομαι και κυλιέμαι πέφτω προς τα κάτω κυλώντας 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • κυλίω — κυλί̱ω , κυλίω roll pres subj act 1st sg κυλί̱ω , κυλίω roll pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλῖον — κυλίω roll pres part act masc voc sg κυλίω roll pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίεσθε — κυλί̱εσθε , κυλίω roll pres imperat mp 2nd pl κυλί̱εσθε , κυλίω roll pres ind mp 2nd pl κυλί̱εσθε , κυλίω roll imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυλίῃ — ἐγκυλί̱ῃ , ἐν κυλίω roll pres subj mp 2nd sg ἐγκυλί̱ῃ , ἐν κυλίω roll pres ind mp 2nd sg ἐγκυλί̱ῃ , ἐν κυλίω roll pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλινδώ — ἀλινδῶ ( έω) και ἀλίνδω (Α) Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ (το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.) 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα 3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι 4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου 5. (με μειωτική σημ.)… …   Dictionary of Greek

  • προσκυλίω — Α [κυλίω] 1. κυλίω κάτι προς μία κατεύθυνση («καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῡ μνημείου», ΚΔ) 2. παθ. προσκυλίομαι μτφ. (με κακή σημ.) κυλιέμαι μέσα σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • συγκυλίω — Α 1. κυλίω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (κυρίως το μέσ.) συγκυλίομαι α) (σχετικά με χαμερπή απόλαυση) κυλιέμαι μαζί με κάποιον άλλο β) (για αετό) κινούμαι προς τα κάτω με ορμή («συγκυλισθεὶς ἐπὶ τὴν γῆν τὰς τρεφομένας περιστεράς... ἐθήρευεν», Διοδ.) …   Dictionary of Greek

  • εἰσκυλίει — εἰσκυλί̱ει , εἰσ κυλίω roll pres ind mp 2nd sg εἰσκυλί̱ει , εἰσ κυλίω roll pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακυλίουσι — κατακυλί̱ουσι , κατά κυλίω roll pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατακυλί̱ουσι , κατά κυλίω roll pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»