Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνα-κῠλίω

См. также в других словарях:

  • ἀνακυλῖον — ἀνά κυλίω roll pres part act masc voc sg ἀνά κυλίω roll pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακυλιομένων — ἀνακυλῑομένων , ἀνά κυλίω roll pres part mp fem gen pl ἀνακυλῑομένων , ἀνά κυλίω roll pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακυλίει — ἀνακυλί̱ει , ἀνά κυλίω roll pres ind mp 2nd sg ἀνακυλί̱ει , ἀνά κυλίω roll pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκύλιον — ἀνεκύλῑον , ἀνά κυλίω roll imperf ind act 3rd pl ἀνεκύλῑον , ἀνά κυλίω roll imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακυλίω — (Α ἀνακυλίω) κυλώ προς τα επάνω, προς τα πίσω ή κατ επανάληψη αρχ. αναποδογυρίζω, ανατρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κυλίω. ΠΑΡ. νεοελλ. ανακύλιση, ανακύλισμα] …   Dictionary of Greek

  • συνανακυλιομένου — συνανακυλῑομένου , σύν , ἀνά κυλίω roll pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνανακυλίηται — συνανακυλί̱ηται , σύν , ἀνά κυλίω roll pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακυλιομένη — ἀνακυλῑομένη , ἀνά κυλίω roll pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακυλιομένην — ἀνακυλῑομένην , ἀνά κυλίω roll pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακυλιομένης — ἀνακυλῑομένης , ἀνά κυλίω roll pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακυλίειν — ἀνακυλί̱ειν , ἀνά κυλίω roll pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»