-
1 ἀνα-κυλίω
-
2 κυλίω
A , ([etym.] ἀνα-)κυλῖον Alex.116
:— roll along, γαστέρας αἱμοβόρως ἐκύλιον, of serpents, Theoc.24.18;κυλίουσιν [ἀλλήλους] ἐν τῷ πηλῷ Luc.Anach.6
; λόγοις τοὺς ῥήτορας κ. rolling them over, Com.Adesp.294 codd.: freq. in later Gr., LXX Jo.10.18, al.: metaph.,ἐκ κισσηρεφέος κεφαλῆς εὔϋμνα κυλίων ῥήματα Call.Epigr.
in Berl.Sitzb.1912.548:—[voice] Pass., roll, whirl along, Arist.Cael. 290a25, al.; of bees, grovel, Id.HA 625b5;πρὸς τοῖς ἑαυτοῦ γόνασι κυλιομένην D.H.8.39
; κ. περὶ τὴν ἀγοράν to be always loitering there, Arist.Pol. 1319a29; roll about, in pantomime, Id.Po. 1461b31. -
3 ἀνακυλίω
ἀνα-κυλίω, empor-, zurückwälzen -
4 ανακυλίον
ἀνά-κυλίωroll: pres part act masc voc sgἀνά-κυλίωroll: pres part act neut nom /voc /acc sg -
5 ἀνακυλῖον
ἀνά-κυλίωroll: pres part act masc voc sgἀνά-κυλίωroll: pres part act neut nom /voc /acc sg -
6 ανακυλιομένων
ἀνακυλῑομένων, ἀνά-κυλίωroll: pres part mp fem gen plἀνακυλῑομένων, ἀνά-κυλίωroll: pres part mp masc /neut gen pl -
7 ἀνακυλιομένων
ἀνακυλῑομένων, ἀνά-κυλίωroll: pres part mp fem gen plἀνακυλῑομένων, ἀνά-κυλίωroll: pres part mp masc /neut gen pl -
8 ανακυλίει
ἀνακυλί̱ει, ἀνά-κυλίωroll: pres ind mp 2nd sgἀνακυλί̱ει, ἀνά-κυλίωroll: pres ind act 3rd sg -
9 ἀνακυλίει
ἀνακυλί̱ει, ἀνά-κυλίωroll: pres ind mp 2nd sgἀνακυλί̱ει, ἀνά-κυλίωroll: pres ind act 3rd sg -
10 ανεκύλιον
ἀνεκύλῑον, ἀνά-κυλίωroll: imperf ind act 3rd plἀνεκύλῑον, ἀνά-κυλίωroll: imperf ind act 1st sg -
11 ἀνεκύλιον
ἀνεκύλῑον, ἀνά-κυλίωroll: imperf ind act 3rd plἀνεκύλῑον, ἀνά-κυλίωroll: imperf ind act 1st sg -
12 ανακυλιω
-
13 ανακυλιομένη
-
14 ἀνακυλιομένη
-
15 ανακυλιομένην
-
16 ἀνακυλιομένην
-
17 ανακυλιομένης
-
18 ἀνακυλιομένης
-
19 ανακυλίειν
-
20 ἀνακυλίειν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνακυλῖον — ἀνά κυλίω roll pres part act masc voc sg ἀνά κυλίω roll pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακυλιομένων — ἀνακυλῑομένων , ἀνά κυλίω roll pres part mp fem gen pl ἀνακυλῑομένων , ἀνά κυλίω roll pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακυλίει — ἀνακυλί̱ει , ἀνά κυλίω roll pres ind mp 2nd sg ἀνακυλί̱ει , ἀνά κυλίω roll pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκύλιον — ἀνεκύλῑον , ἀνά κυλίω roll imperf ind act 3rd pl ἀνεκύλῑον , ἀνά κυλίω roll imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακυλίω — (Α ἀνακυλίω) κυλώ προς τα επάνω, προς τα πίσω ή κατ επανάληψη αρχ. αναποδογυρίζω, ανατρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κυλίω. ΠΑΡ. νεοελλ. ανακύλιση, ανακύλισμα] … Dictionary of Greek
συνανακυλιομένου — συνανακυλῑομένου , σύν , ἀνά κυλίω roll pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνανακυλίηται — συνανακυλί̱ηται , σύν , ἀνά κυλίω roll pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακυλιομένη — ἀνακυλῑομένη , ἀνά κυλίω roll pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακυλιομένην — ἀνακυλῑομένην , ἀνά κυλίω roll pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακυλιομένης — ἀνακυλῑομένης , ἀνά κυλίω roll pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακυλίειν — ἀνακυλί̱ειν , ἀνά κυλίω roll pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)