Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κρημνοί

См. также в других словарях:

  • κρημνοί — κρημνός overhanging bank masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Таганрог — Город Таганрог …   Википедия

  • επηρεφής — ἐπηρεφής ές (Α) 1. αυτός που κρέμεται από ψηλά, που προεξέχει («κρημνοὶ ἐπηρεφέες», Ομ. Ιλ.) 2. σκεπαστός, θολωτός 3. καλυμμένος, σκεπασμένος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηρεφής (< ερέφω «σκεπάζω, στεγάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • υποκλονούμαι — έομαι, Α [κλονοῡμαι] (ποιητ. τ.) παθ. 1. υφίσταμαι κλονισμό, κλονίζομαι έτσι ώστε να πέσω («ἀμφὶ δὲ πάντη κρημνοὶ ὑπεκλονέοντο Καφηρέος», Κόϊντ.) 2. συγκλονίζομαι, ταράζομαι από κάποιον («εἰ δ ἂν ἐγὼ τούτους μὲν ὑποκλονέεσθαι ἐάσω Πηλείδῃ Ἀχιλῆι» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»