Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κραύγαζος

См. также в других словарях:

  • κραύγαζος — κραύγαζος, ὁ (Α) [κραυγάζω] ο κραύγασος* …   Dictionary of Greek

  • κραυγάζω — κραύγαζος masc nom/voc/acc dual κραύγαζος masc gen sg (doric aeolic) κραυγάζω bay pres subj act 1st sg κραυγάζω bay pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραυγάζων — κραύγαζος masc gen pl κραυγάζω bay pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραύγαζε — κραύγαζος masc voc sg κραυγάζω bay pres imperat act 2nd sg κραυγάζω bay imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραυγή — η (AM κραυγή) 1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ. γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»