Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κραπαταλός

См. также в других словарях:

  • κραπαταλός — και κραπαταλλός και κραπάταλος, ὁ (Α) 1. είδος ευτελούς ψαριού 2. είδος ζυμαρικού 3. μωρός, ανόητος 4. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Κραπαταλοί τίτλος κωμωδίας τού Φερεκράτους, στην οποία ο συγγραφέας λέγει ότι ο κραπαταλός χρησιμοποιείται αντί… …   Dictionary of Greek

  • κραπαταλίας — κραπαταλίας, ὁ (Α) [κραπαταλός] επιπόλαιος, ανόητος …   Dictionary of Greek

  • Φερεκράτης — Αθηναίος ηθοποιός και κωμωδιογράφος της αρχαίας αττικής κωμωδίας. H δράση του σημειώνεται στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ., λίγο πριν από τον Αριστοφάνη. Του αποδίδονται πολλές κωμωδίες, από τις οποίες οι τρεις θεωρούνται νόθες. Οι τίτλοι τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»