-
1 κραπαταλός
A fish, hence = μωρός, Hsch.: Κραπαταλοί, title of play by Pherecrates, in which he says that the κραπαταλός is used for δραχμή in Hades, Poll.9.83.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραπαταλός
См. также в других словарях:
κραπαταλός — και κραπαταλλός και κραπάταλος, ὁ (Α) 1. είδος ευτελούς ψαριού 2. είδος ζυμαρικού 3. μωρός, ανόητος 4. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Κραπαταλοί τίτλος κωμωδίας τού Φερεκράτους, στην οποία ο συγγραφέας λέγει ότι ο κραπαταλός χρησιμοποιείται αντί… … Dictionary of Greek