-
1 ἔξω
I of Place,1 with Verbs of motion, out or out of,ἔ. ἰών Od.14.526
;χωρεῖν ἔ. Hdt.1.10
;πορεύεσθαι Pl.Phdr. 247b
;βλέπειν D.18.323
; ἔ. τοὺς χριστιανούς (sc. φέρε) Luc.Alex.38, etc.b as Prep., c. gen.,ἔ. χροὸς ἕλκε Il.11.457
;ἔ. βήτην μεγάροιο κιόντε Od.22.378
; ἔ. or γῆς ἔ. βαλεῖν, A.Th. 1019, S.OT 622, etc.: pleon. withἐκ, κραδίη δέ τοι ἔ. στηθέων ἐκθρῴσκει Il.10.94
;ἐκ τῆς ταφῆς ἐκφέρειν ἔ. Hdt.3.16
, cf. E.Hipp. 650: ἐκπλώσαντες ἔ. τὸν Ἑλλήσποντον sailing outside the H., Hdt.5.103;ἔ. τὸν Ἑλλ. πλέων 7.58
.2 without any sense of motion, outside, Od.10.95, etc.; τὸ ἔ. the outside, Th.7.69; τὸ ἔ. τῶν ὀμμάτων their prominency, Pl.Tht. 143e; τὰ ἔ. things outside the walls or house, Th.2.5, X.Oec.7.30; external things, Pl.Tht. 198c; τὰ ἔ. πράγματα foreign affairs, Th.1.68; οἱ ἔ. those outside, Id.5.14; of exiles, Id.4.66, cf. S.OC 444 (but in NT, the heathen, 1 Ep.Cor.5.12);ἡ ἔ. στηλέων θάλασσα ἡ Ἀτλαντὶς καλεομένη Hdt.1.202
, cf. Pl.Criti. 108e; ἡ ἔ. θάλασσα, opp. ἡ εἴσω, Aristid.Or.40(5).9; ἔ. τὴν χεῖρα ἔχειν keep one's arm outside one's cloak, Aeschin.1.25.b as Prep., c. gen., οἱ ἔ. γένους, opp. τὰ ἐγγενῆ, S.Ant. 660;ἔ. τῶν κακῶν οἰκεῖν Id.OT 1390
; ἔ. τοξεύματος out of range of arrows, Th.7.30; ἔ. βελῶν, τῶν β., X.Cyr.3.3.69, An.5.2.26; ἔ. τοῦ πολέμου unconcerned with the war, Th.2.65;τοῦ πάσχειν κακῶς ἔ. γενήσεσθε D.4.34
; τῶν ἔ. τοῦ πράγματος ὄντων persons unconcerned in the matter, Id.21.45, cf. ib.15; πράξεις ἔ. τῆς ὑποθέσεως λεγομένας away from the subject, Isoc.12.74;ἔ. τοῦ πράγματος Arist.Rh. 1354a22
; ἔ. τοῦ δικαστηρίου [ἔπαινοι] Luc.Hist.Conscr.59; ἔ. λόγου τίθεσθαι, θέσθαι, Plu.2.671a, Tim.36; ἔ. πάτου ὀνόματα out-of-the-way words, Luc.Hist.Conscr.44; ἔ. πίστεως beyond belief, Id.DMar.4.1; ἔ. φρενῶν out of one's senses, Pi.O7.47;ἔ. ἐλαύνειν τοῦ φρονεῖν E.Ba. 853
; ; ; οὐδὲν ἔ. τοῦ φυτεύσαντος δρᾷς unlike thy sire, S.Ph. 904; ἔ. τῆς ἀνθρωπείας.. νομίσεως alien to human belief, Th.5.105: prov., αἴρειν ἔ. πόδα πηλοῦ keep clear of difficulties, Suid.; soἔ. κομίζων πηλοῦ πόδα A.Ch. 697
;πημάτων ἔ. πόδα ἔχειν Id.Pr. 265
;ἔ. πραγμάτων ἔχειν πόδα E.Heracl. 109
.II of Time, beyond, over,ἔ. μέσου ἡμέρας X.Cyr.4.4.1
;ἔ. τῆς ἡλικίας D.3.34
;ἔ. πέντ' ἐτῶν Id.38.18
.III without, except, c. gen.,ἔ. σεῦ Hdt.7.29
, cf. 4.46;ἔ. ἤ.. Id.2.3
, 7.228;ἔ. τοῦ πλεόνων ἄρξαι
besides..,Th.
5.97, cf. 26; ἔ. τοῦ ἐφθακέναι ἀδικοῦντες except the being first to do wrong, Epist. Philipp. ap. D.18.39, cf. PSI6.577.17, PCair.Zen.225.4.IV τὰ κατὰ τὸν Φίλιππον ἔ. τελέως ἐστί, Philip is 'played out', Plb.5.28.4.— Cf. ἐξωτέρω, -τάτω. -
2 καρδία
A , al., καρδία always in Trag., exc. in some dact. and anap. verses, A.Pr. 881, Th. 781, E.Med.99, Hipp. 1274); [dialect] Aeol. [full] κάρζα EM407.21 (but [full] καρδία Sapph.2.6); Cypr. [full] κορζία (Paph.), Hsch. (fort. κόρζα):— heart, ; κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει, of one panic-stricken, 10.94; πηδᾷ ἡ κ. Pl.Smp. 215e, cf. Ar.Nu. 1391 (lyr.): esp. as the seat of feeling and passion, as rage or anger,οἰδάνεται κραδίη Χόλῳ Il.9.646
;τέτλαθι δή, κραδίη Od.20.18
, cf. E.Alc. 837; καρδίης πλέως full of heart, Archil.58.4; of fear or courage,κυνὸς ὄμματ' ἔχων, κραδίην δ' ἐλάφοιο Il.1.225
; [ σφηκῶν]κραδίην καὶ θυμὸν ἔχοντες 16.266
;ἐν μέν οἱ κραδίῃ θάρσος βάλε 21.547
, etc.;ὀρχεῖται καρδία φόβῳ A.Ch. 166
;θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι κ. ἔχεις S.Ant. 88
; τὸν νέον τίνα οἴει κ. ἴσχειν; what do you think are his feelings? Pl.R. 492c; of sorrow or joy,ἐν κραδίῃ μέγα πένθος ἄεξε Od.17.489
;κ. καὶ θυμὸς ἰάνθη 4.548
;ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἵκανεν Il.2.171
, cf. 10.10, B.10.85, etc.;καρδίην ἰαίνεται Archil.36
; κελαινόχρως.. πάλλεταί μου κ. A.Supp. 785;ὦ τάλαινα κ. ψυχή τ' ἐμή E.Or. 466
; of love, Sapph.l.c., etc.;ἐκ τῆς κ. φιλεῖν Ar.Nu.86
; φιλέειν ἀπὸ κ. Theoc.29.4 (but ἐρεῖν τἀπὸ κ. to speak freely, E.IA 475); λαλῆσαι ἐπὶ καρδίαν τινός speak kindly to.., LXXJd.19.3.2 inclination, desire, purpose,ἔμ' ὀτρύνει κραδίη καὶ θυμός Il.10.220
; πρόφρων κ. ἐν πάντεσσι πόνοισι ib. 244;καρδίας δ' ἐξίσταμαι S.Ant. 1105
.3 mind,ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες Il.21.441
;κραδίη πόρφυρε Od.4.572
; ;εἰ θεάσῃ τοῖς τῆς καρδίας ὀφθαλμοῖς Corp.Herm. 4.11
, cf. 7.2; διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσι ἐν τῇ κ. Ev.Luc.24.38.III heart in wood, pith, Thphr.HP3.14.1; = ἐντεριώνη, ib. 1.2.6;ἀρτεμισίας μονοκλώνου καρδίας ζ PMag.Berol.1.245
, cf. PMag. Leid.V.13.24;λαβὼν βάϊν Χλωρὰν καὶ τῆς κ. κρατήσας σχίσον εἰς δύο PMag.Leid.W.6.51
. -
3 ἐκθρῴσκω
A leap out of,c.gen.,ἔκθορε δίφρου Il.16.427
; , cf. 23.353;ἐ.ναῶν A.Pers. 457
; κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει, of the violent beating of the heart, 11.10.95 : abs., leap forth,Ἀπόλλων ἀντίος ἐξέθορε 21.539
, cf. Corn.ND19 : rarely c.acc.,δίκτυον ἐ. AP9.371
; start up,ἀπὸ τοῦ ὕπνου Luc.DMar.2.3
; come from the womb, to be born, h.Ap. 119.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκθρῴσκω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий