Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κοάλεμος

См. также в других словарях:

  • κοάλεμος — κοάλεμος, ὁ (Α) ανόητος, ηλίθιος, βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. ξεν. προελεύσεως. Κατ άλλη άποψη, προέρχεται από θ. κο (προϊόν ονοματοποιίας) + κατάλ. άλεμος, σκοτεινής προελεύσεως, πού μαρτυρείται επίσης στη λ. ι… …   Dictionary of Greek

  • κοάλεμος — κοά̱λεμος , κοάλεμος stupid fellow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοαλέμου — κοᾱλέμου , κοάλεμος stupid fellow masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοαλέμῳ — κοᾱλέμῳ , κοάλεμος stupid fellow masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοάλεμοι — κοά̱λεμοι , κοάλεμος stupid fellow masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοάλεμον — κοά̱λεμον , κοάλεμος stupid fellow masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»