-
1 κουβαλώ
κουβαλάω 1. μετ.1) таскать (разг), носить (вещи и т. п.); перевозить; переносить (в другое место); 2) перен. притащить с собой (к кому-л. непрошеных или нежелательных гостей); 2. αμετ. переселяться на новую квартиру; 2) быть заботливым семьянином; § τα κουβάλησε он умер;1) — являться без приглашения;κουβαλιέμαι, κουβαλιρδμαι
2) перебираться на новое место; переселиться на новую квартиру -
2 κουβαλώ
[кувало] р. переносить, перетаскивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κουβαλώ
-
3 κουβαλώ
[кувало] ρ переносить, перетаскивать. -
4 κουβαλώ
taşımak, göç etmek -
5 κουβαλώ
charrier -
6 κουβαλώ
1) wieźć czas.2) wozić czas. -
7 κουβαλώ
1) vézt2) vozit -
8 κουβαλώ
1) carry2) cartΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κουβαλώ
-
9 charrier
κουβαλώ -
10 vézt
κουβαλώ -
11 vozit
κουβαλώ -
12 wieźć
κουβαλώ -
13 wozić
κουβαλώ -
14 протаскивать
κουβαλώ, σέρνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > протаскивать
-
15 таскать
таскатьнесов1. (носить) κουβαλώ/ σέρνω πίσω μου (волочить):\таскать воду κουβαλώ νερό· \таскать всюду с собой κουβαλώ μαζί μου παντοῦ· он еле ноги таскает μόλις σέρνει τά πόδια του·2. (воровать) разг σουφρώνω, κλέβω:\таскать кур κλέβω κότες·3. (об одежде, обуви) φορώ·4. (дергать) τραβώ:\таскать за волосы τραβώ ἀπ' τά μαλλιά· \таскать за уши τραβώ τ' αὐτιά· ◊ \таскать по судам τραβολογώ στά δικαστήρια· \таскать для кого́-л. каштаны из огня погов. βγάζω τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά. -
16 наносить
-ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наношенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ. μεταφέρω, κουβαλώ•наносить груду камней κουβαλώ ένα σωρό πέτρες.
1. μεταφέρω, κουβαλώ (πολύ, πολλά)• κουράζομαι από το πολύ κουβάλημα•наносить дров κουράζομαι να μεταφέρω καυσόξυλα•
я -лся, таскай ты теперь воду εγώ κουράστηκα, τώρα είναι η σειρά σου να κουβαλάς νερό.
2. (για ενδυμασία, υπόδηση) φοριέμαι, κρατώ, αντέχω•эти сапоги долго не -ятся αυτές οι μπότες δεν κρατάνε πολύ (δεν είναι γερές).
-
17 натаскать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натасканный, βρ: -кан, -а, -о.1. κουβαλώ, μεταφέρω, μετακομίζω•натаскать дрова κουβαλώ καυσόξυλα•
натаскать кучу камней κουβαλώ ένα σωρό πέτρες.
2. κυρλξ. κ. μτφ. βγάζω, εξάγω•мальчишка -ал раков из рчки το παιδί έβγαλε καραβίδες από το ποταμάκι•
натаскать отрывок βγάζω αποσπάσματα (από κείμενο).
3. κλέβω, βουτώ.4. τιμωρώ, τραβώ τ αυτιά ή τα μαλλιά.ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натасканный, βρ: -кан, -а, -о.1. εκγυμνάζω, εξασκώ σκυλιά, (ξε)βγάζω.2. κουτσοπρογυμνά-ζω, κουτσοπροετοιμάζω, κουτσομαθαίνω• παρέχω στοιχειώδεις γνώσεις. -
18 везти
I везти II безл. ему везёт έχει τύχη, είναι τυχερός ему не везёт είναι άτυχος II везти Ι (перевозить) κουβαλώ, μεταφέρω (με όχημα)* * *I( перевозить) κουβαλώ, μεταφέρω (με όχημα)II безл.ему́ везёт — έχει τύχη, είναι τυχερός
ему́ не везёт — είναι άτυχος
-
19 донести
I донести II (сделать донесение) αναφέρω, πληροφορώ II донести Ι (до какого-л. места ) φέρω (или. κουβαλώ) ως...* * *I(до какого-л. места) φέρω ( или κουβαλώ) ως...II( сделать донесение) αναφέρω, πληροφορώ -
20 занести
занести 1) (принести) κουβαλώ, φέρνω 2) (вписать) εγγράφω* \занести в список εγγράφω στον κατάλογο* * *1) ( принести) κουβαλώ, φέρνω2) ( вписать) εγγράφωзанести́ в спи́сок — εγγράφω στον κατάλογο
См. также в других словарях:
κουβαλώ — και κουβαλάω κουβάλησα, κουβαλήθηκα, κουβαλημένος 1. μεταφέρω, μετακομίζω: Κουβαλάει ξύλααπό το βουνό. 2. φέρνω κάποιον απρόσκλητο ή ανεπιθύμητο: Τι μας τον κουβάλησες τέτοιαν ώρα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουβαλώ — και κουβαλνώ και κουβανώ άω (Μ κουβαλῶ, έω) 1. μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, κάνω μεταφορά 2. μετακομίζω, μετοικώ («κουβαληθήκαμε στο νέο σπίτι») νεοελλ. 1. προσκομίζω διαρκώς και με αφθονία τρόφιμα και άλλα αναγκαία στο σπίτι, είμαι… … Dictionary of Greek
κοβαλεύω — (Α) μεταφέρω, κουβαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόβαλος*. Ας σημειωθεί ότι από το κουβαλεύω (μσν. τ. τού κοβαλεύω) προέκυψε το νεοελλ. κουβαλώ] … Dictionary of Greek
κουβάλημα — το (Μ κουβάλισμα) 1. μεταφορά αντικειμένων ή προσώπων από ένα μέρος σε άλλο, μετακόμιση 2. συνεκδ. μετοίκηση, μετοικεσία, αλλαγή τόπου διαμονής 3. απρόσκλητη και αιφνίδια άφιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουβαλώ. Ο τ. κουβάλισμα < κουβαλώ με επίδραση… … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
αγγαροφορώ — ἀγγαροφορῶ ( έω) (AM) μσν. εκτελώ αγγαρεία ή κουβαλώ φορτία αρχ. κοπιάζω, καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μοχθώ υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγαρος + φορῶ < φέρω] … Dictionary of Greek
ακουβάλητος — η, ο αυτός που δεν κουβαλήθηκε ή δεν μπορεί να κουβαληθεί, να μεταφερθεί «ακουβάλητο σιτάρι». [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό + κουβαλητός < κουβαλώ] … Dictionary of Greek
εννωτίζομαι — ἐννωτίζομαι (Μ) [νωτίζω] φέρω πάνω στα νώτα, κουβαλώ στην πλάτη … Dictionary of Greek
κλινοφορώ — κλινοφορῶ, έω (Α) [κλινοφόρος] κουβαλώ κρεβάτι … Dictionary of Greek
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek
κουβαλητής — ο θηλ. κουβαλήτρα [κουβαλώ] 1. αυτός που κάνει μεταφορές 2. αυτός που εφοδιάζει το σπίτι του διαρκώς με άφθονα τρόφιμα ή άλλα αναγκαία … Dictionary of Greek