Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κοσμήτωρ

См. также в других словарях:

  • κοσμήτωρ — κοσμήτωρ, ορος, ὁ (Α) βλ. κοσμήτορας …   Dictionary of Greek

  • κοσμήτωρ — one who marshals an army masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμῆτορ — κοσμήτωρ one who marshals an army masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμήτορα — κοσμήτωρ one who marshals an army masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμήτορας — κοσμήτωρ one who marshals an army masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμήτορε — κοσμήτωρ one who marshals an army masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμήτορες — κοσμήτωρ one who marshals an army masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμήτορι — κοσμήτωρ one who marshals an army masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμήτορος — κοσμήτωρ one who marshals an army masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμήτορσιν — κοσμήτωρ one who marshals an army masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμήτορας — και κοσμήτωρ, ο (ΑM κοσμήτωρ) αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί η φροντίδα για την τάξη ή τη διακόσμηση νεοελλ. καθηγητής ανώτατης σχολής, στον οποίο ανατίθεται, με εκλογή, για ορισμένη θητεία να συγκαλεί τη σχολή σε συνεδρίες ως πρόεδρος, να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»