Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κορύ-δ-αλ(λ)ος

См. также в других словарях:

  • Κόρυ — Κόρυς helmet fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυ — κόρυς helmet fem voc sg κόρυς helmet fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόρυς — Κόρῡς , Κόρυς helmet fem acc pl Κόρυς helmet fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυς — κόρῡς , κόρυς helmet fem acc pl κόρυς helmet fem nom sg κόρυς helmet fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβος — Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν στην αρχαιότητα ο τάφος ενός ή πολλών ατόμων πάνω από τον οποίο συσσωρευόταν σωρός από χώμα. Συνήθως ήταν μεγαλοπρεπής τάφος ο οποίος έφερε το λεγόμενο σήμα, μια πέτρα δηλαδή ή πλάκα ή επιτύμβια στήλη. Η συνήθεια να …   Dictionary of Greek

  • CORYBANTES — Cybeles sacerdotes, qui sacrô furore correpti, cymbala pulsabant, capitaque inter saltandum iactantes alios in similem rabiem agebant. Homerus βητάρμονας vocat, Od. θ. v. 250. et 383. Hi primum Idam Phrygiae montem tenuisse dicuntur, postea autem …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

  • οπλίτης — Στην ελληνική αρχαιότητα, ο. ονομαζόταν ο στρατιώτης που έφερε βαρύ αμυντικό οπλισμό, σε αντίθεση από τον πελταστή που έφερε ελαφρύ αμυντικό οπλισμό, και τον ψιλό που δεν έφερε καθόλου οπλισμό. Τον οπλισμό του ο. αποτελούσαν οι κνημίδες, ο… …   Dictionary of Greek

  • Korynebakterie — Kory̲ne|bakterie [...rie; gr. ϰορυνη = Keule, Kolben u. ↑Bakterie] w; , ...ien [...ien], latinisiert: Coryne|bacte̱rium, Mehrz.: ...ria: Gattung unbeweglicher stäbchenförmiger Bakterien (von meist keulenförmigem Aussehen). Coryne|bacte̱rium… …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • k̂er-, k̂erǝ- : k̂rā-, k̂erei-, k̂ereu- —     k̂er , k̂erǝ : k̂rā , k̂erei , k̂ereu     English meaning: head; horn     Deutsche Übersetzung: “das Oberste am Кörper: Kopf; Horn (and gehörnte Tiere); Gipfel”     Material: O.Ind. síras n. (ved. only nom. acc.) “head, cusp, peak”, Av. sarah …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»