-
1 κόρυς
Grammatical information: f.Meaning: `helmet' (Il.);Other forms: κόρυρ θριγκός H. (Lac.).Compounds: Compp. κορυθ-άϊξ `shaking the helmet' (Χ 132; cf. on ἀΐσσω), - αἰόλος `id.', mostly of Hector (Il., A. R.; accent after Hdn., Eust. with codd. Ven.; so conncted with αἰόλλω; cf. Frisk Eranos 38, 39 w. n. 2, also Bechtel Lex. s. v.), κορυθήκη f. `helm-case' (Delos IIa; haplology for κορυθο-θ.); τρί-κορυς `with triple plume' (E. Ba. 123, lyr.), also τρι-κόρυθος `id.' (E. Or. 1480); χαλκο-, ἱππο-κορυστής `with bronze resp. redhaired helmet' (Il.; - της metr. enlarging, s. Frisk l. c.).Derivatives: 1. Diminut. κορύθιον (Gloss.). 2. κορυστής m. `helm-bearer' (Il.). 3. κόρυθος εἷς τις τῶν τροχίλων, περικεφαλαία H.; to Κόρυ(ν)θος as surn. of Apollon s. below 4. κορύθων ἀλεκτρυών H. 5. κορυθάλη, - αλίς = εἰρεσιώνη, `maypole(?)' (EM) with Κορυθαλία surn. of Artemis near Sparta (Polem. Hist., H.; s. Nilsson Gr. Rel. 1, 123 a. 490), also = κορυθάλη (H., Gloss.); with κορυθαλίστριαι αἱ χορεύουσαι τῃ̃ Κορυθαλίᾳ θεᾳ̃ H. (after the fem. in -( ί)στρια; vgl. Chantraine Formation 106). 6. Denomin. verb κορύσσω, - ομαι, aor. κορύσσασθαι (Il.), κορύξασθαι (Ath. 3, 127a; also Hp. Ep. 17?), ptc. perf. κεκορυθμένος (Il.; Chantraine Gramm. hom. 1, 434), verbal adj. κορυστός `heaped up', of full measure (Attica; κορυ\<σ\> τόν ἐπίμεστον H.), prop. `take a helmet', metaph. `raise high, rise', also in gen. `arm oneself' (Il.; Leumann Hom. Wörter 210, Erbse Herm. 81, 171). - Uncertain remains the judgement of Κόρυ(ν)θος surn. of Apollon in Messenia (inscr., Paus. 4, 34, 7); cf. v. Wilamowitz Glaube 1, 106 w. n. 3, Hitzig-Blümner ad loc.); κορυνθεύς κόφινος, κάλαθος. ἀλεκτρυών (H.; cf. κορύθων ab.). - On κόρυς with derivv. Trümpy Fachausdrücke 40ff., Gray Class. Quart. 41, 114ff.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Mostly connected with κέρας, first to the old u-stem in κερα(Ϝ)-ός (s. v.); but the differences of meaning and the morphological details are not well explained; improbable. Chantraine Mélanges Glotz 165ff. considers therefore for κόρυς Mediterraneann origin (in the framework of the soc. `protidg. Schicht'); not to κορυφή, κόρυμβος, κόρυδος, κορύνη. The forms κορυδ-ών, - αλ(λ)-ος point to a Pre-Greek word (Fur. 195).Page in Frisk: 1,925-926Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόρυς
-
2 μετανάστης
μετανάστης, - ουGrammatical information: m.Meaning: On the meaning below; in Hom. only in ἀτίμητον μετανάστην (I 648 = P 59); posthom. `migrant, emigrant, fugitive' (Hdt. 7, 161 of the Athenians, Arat., Ph., pap.), f. - στις (Ph.) and - στρια (AP; like ἀγύρτης: ἀγύρτρια etc.); adj. μετανάστ-ιος `migrating, wandering' (AP, Nonn.), verb μεταναστ-εύω, - εύομαι `drive out, wander out, flee' (LXX, Str., Ph.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Already by Hdt. and his contemporaries understood as `wanderer' and as μετ-ανά-στη-ς connected with μετ-ανα-στῆ-ναι, μετ-ανάστασις `move, amigrate', resp. `removal, emigration' (Hdt., Th., Hp.), an interpretation, which J. Schmidt Pluralbild. 346 f. with Eust. a. o. (s. Schulze KZ 33, 137 = Kl. Schr. 372) with general approval (Schulze l.c., Bechtel Lex. s.v., Fraenkel KZ 42, 262 a. Nom. ag. 1, 129, Schwyzer 424 a. 451) worked out further. It would then however with metric-rhythmically conditioned haplology stand for *μετανα-στά-της (Fraenkel Glotta 1, 270ff.; cf. ἐπι-, παρα-, προ-στά-της etc.); an old root-noun μετανά-στη-ς as Skt. ni-ṣṭhā́-s, prati-ṣṭhā́-s a. o. (Schmidt l.c.) has no immediate agreement in Greek. As however this apparently further convincing interpretation is in conflict with the Homer. use of μετά and ἀνίστασθαι, Wackernagel Syntax 2, 246f. went back with Funck Curt. Stud. 9, 134 to the explanation (already given in the Thes.) as μετα-νάσ-της, from *μετα-ναίω `live with' like μεταναιέ-της (Hes.), - τάω (h. Cer.) `who lives with, live with'. As old parallel formation to Att. μέτ-οικος, Arg. πεδά-Ϝοικος and to μετοικέται κατὰ μέσον οἰκοῦντες H. μετανάστης will originally and still in Hom. have meant `who lives with, who lives among others (as foreigner), inhabitant'. Because of the disappearance of the verbal form with - νασ- and the gradual advance of μετα- `around' against μετα- `with' μετανάστης was already in class. times associted with the living μεταναστῆναι, μετανά-στασις. -- The deviating view of Leumann, Hom. Wörter 183 w. n. 30, μετα-νάσ-της would prop. be `migrant, in-wandrer', from μετα-ναίω `move', has the same objections as the connection with μεταναστῆναι.Page in Frisk: 2,217-218Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μετανάστης
См. также в других словарях:
αναπλάστης — ο (θηλ. στρια) αυτός που επιφέρει ανάπλαση, αναμόρφωση, βελτίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπλάσσω. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο τού Γένους Ευγένιο Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
αντικομφορμιστής — ο (θηλ. στρια, η) αυτός που αντιτίθεται στον κομφορμισμό, που δεν δέχεται τις συμβατικότητες, την τυποποίηση στη σκέψη, την εμφάνιση, τη συμπεριφορά και ενεργεί ανάλογα … Dictionary of Greek
απεργοσπάστης — ο (θηλ. στρια) 1. ο εργάτης ή ο υπάλληλος που σε καιρό απεργίας προσφέρεται ή ορίζεται από τον εργοδότη να αντικαταστήσει απεργό 2. εργάτης ή υπάλληλος που δεν μετέχει σε απεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απεργία + σπάστης < σπω. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν … Dictionary of Greek
αρριβίστας — και στής, ο (θηλ. στρια) αυτός που προσπαθεί να επιτύχει κάποιο σκοπό με κάθε μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. arriviste < arriver «φθάνω»] … Dictionary of Greek
ατομικιστής — ο (θηλ. στρια) 1. αυτός που ενδιαφέρεται και φροντίζει μόνο για τον εαυτό του, εγωιστής 2. (φιλοσ.) ο οπαδός του ατομικισμού … Dictionary of Greek
ατομιστής — ο (θηλ. στρια, η) ο ατομικιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άτομο. Η λ. στον πληθ., με διάφορο όμως τονισμό, ατομίσται, οι, μαρτυρείται στον Χριστόδ. Ακαρνάνα] … Dictionary of Greek
βιοπαλαιστής — ο (θηλ. στρια, η) αυτός που παλεύει, που αγωνίζεται για ν αποκτήσει τα απαραίτητα για τη ζωή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + παλαιστής. Η λ. στον πληθ., βιοπαλαισταί, οι, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
διασκεδαστής — ο (θηλ. στρια, η) (Α διασκεδαστής διασκεδάστρια) 1. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντοκόπος 2. αυτός που διασκεδάζει τους άλλους αρχ. 1. διασκορπιστής 2. ως επίθ. απερίσκεπτος, αμελής … Dictionary of Greek
διασκευαστής — ο (θηλ. στρια, η) (Α διασκευαστής) αυτός που τροποποιεί ένα κείμενο για να εμφανιστεί με νέα μορφή … Dictionary of Greek
μεταγλωττιστής — ο, θηλ. μεταγλωττί στρια (Μ μεταγλωττιστής) [μεταγλωττίζω] μεταφραστής, ερμηνευτής … Dictionary of Greek
παρασκευαστής — ο, ΝΑ θηλ. στρια, Ν [παρασκευάζω] αυτός που παρασκευάζει κάτι νεοελλ. βαθμός τού βοηθητικού προσωπικού τού πανεπιστημίου, βοηθός καθηγητή ο οποίος ετοιμάζει την ύλη και τα όργανα τών πρακτικών ασκήσεων και πειραμάτων στα εργαστήρια … Dictionary of Greek