Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ί)στρια

См. также в других словарях:

  • αναπλάστης — ο (θηλ. στρια) αυτός που επιφέρει ανάπλαση, αναμόρφωση, βελτίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπλάσσω. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο τού Γένους Ευγένιο Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • αντικομφορμιστής — ο (θηλ. στρια, η) αυτός που αντιτίθεται στον κομφορμισμό, που δεν δέχεται τις συμβατικότητες, την τυποποίηση στη σκέψη, την εμφάνιση, τη συμπεριφορά και ενεργεί ανάλογα …   Dictionary of Greek

  • απεργοσπάστης — ο (θηλ. στρια) 1. ο εργάτης ή ο υπάλληλος που σε καιρό απεργίας προσφέρεται ή ορίζεται από τον εργοδότη να αντικαταστήσει απεργό 2. εργάτης ή υπάλληλος που δεν μετέχει σε απεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απεργία + σπάστης < σπω. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν …   Dictionary of Greek

  • αρριβίστας — και στής, ο (θηλ. στρια) αυτός που προσπαθεί να επιτύχει κάποιο σκοπό με κάθε μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. arriviste < arriver «φθάνω»] …   Dictionary of Greek

  • ατομικιστής — ο (θηλ. στρια) 1. αυτός που ενδιαφέρεται και φροντίζει μόνο για τον εαυτό του, εγωιστής 2. (φιλοσ.) ο οπαδός του ατομικισμού …   Dictionary of Greek

  • ατομιστής — ο (θηλ. στρια, η) ο ατομικιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άτομο. Η λ. στον πληθ., με διάφορο όμως τονισμό, ατομίσται, οι, μαρτυρείται στον Χριστόδ. Ακαρνάνα] …   Dictionary of Greek

  • βιοπαλαιστής — ο (θηλ. στρια, η) αυτός που παλεύει, που αγωνίζεται για ν αποκτήσει τα απαραίτητα για τη ζωή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + παλαιστής. Η λ. στον πληθ., βιοπαλαισταί, οι, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • διασκεδαστής — ο (θηλ. στρια, η) (Α διασκεδαστής διασκεδάστρια) 1. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντοκόπος 2. αυτός που διασκεδάζει τους άλλους αρχ. 1. διασκορπιστής 2. ως επίθ. απερίσκεπτος, αμελής …   Dictionary of Greek

  • διασκευαστής — ο (θηλ. στρια, η) (Α διασκευαστής) αυτός που τροποποιεί ένα κείμενο για να εμφανιστεί με νέα μορφή …   Dictionary of Greek

  • μεταγλωττιστής — ο, θηλ. μεταγλωττί στρια (Μ μεταγλωττιστής) [μεταγλωττίζω] μεταφραστής, ερμηνευτής …   Dictionary of Greek

  • παρασκευαστής — ο, ΝΑ θηλ. στρια, Ν [παρασκευάζω] αυτός που παρασκευάζει κάτι νεοελλ. βαθμός τού βοηθητικού προσωπικού τού πανεπιστημίου, βοηθός καθηγητή ο οποίος ετοιμάζει την ύλη και τα όργανα τών πρακτικών ασκήσεων και πειραμάτων στα εργαστήρια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»