Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αντίς

См. также в других словарях:

  • Αντίς Αμπέμπα — (Addis Abeba). Πόλη (2.639.000 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Αιθιοπίας. Η ανάπτυξή της είναι πρόσφατη· όταν το 1896 o Μενελίκ την όρισε πρωτεύουσα, δεν ήταν παρά ένα μικρό χωριό στην εύφορη περιοχή Σιοά, στην καρδιά του αιθιοπικού οροπεδίου.… …   Dictionary of Greek

  • αντίς — βλ. αντί …   Dictionary of Greek

  • αντίς — πρόθεση, βλ. αντί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λεντάκης, Ανδρέας — (Αντίς Αμπέμπα, Αιθιοπία 1934 – 1997). Πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε αρχαιολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπήρξε μέλος της γραμματείας της Νεολαίας Λαμπράκη, ένας από τους κύριους εμπνευστές και οργανωτές της Μαραθώνιας …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • αντί — (I) και αντίς πρόθ. (AM ἀντί) 1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ «στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.) «μηδ ἀντ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῑν» (Ησίοδ.) 2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση «παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ… …   Dictionary of Greek

  • αντί — και αντίς πρόθεση 1. συντάσσεται με αιτ. ή και ονομαστ. και σημαίνει αντικατάσταση: Ζημιά θα χουμε αντίς ωφέλεια. – Αντίς ο Γιάννης ήρθ ο Πέτρος. 2. με την ίδια σημασία εκφέρεται μαζί με τις προθέσεις για, με, σε, από, ή συντάσσεται με τελική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • Μενελίκ ή Μενιλέκ — (Menelik II, 1844 – 1913). Αυτοκράτορας της Αβησσυνίας (σημερινή Αιθιοπία). Ήταν ηγεμόνας της φυλής των των Σόα (1865 89) και επέδειξε συγκεντρωτικές τάσεις. Αγωνίστηκε εναντίον του βασιλιά της Αιθιοπίας Ιωάννη Δ’, ο οποίος όμως τον νίκησε το… …   Dictionary of Greek

  • ФИЛА —    • Φυλή,          племя (колено), обозначение подразделения народа у греков, название, происшедшее, очевидно, из стремления дать отдельным частям народа, равно как и самому народу, генеалогическое происхождение, привести эти части к… …   Реальный словарь классических древностей

  • КЛИСФЕН —    • Clisthĕnes,          Κλεισθένης,        1. последний тиран сикионский, потомок Орфагора, принадлежал к племени эгиалейцев, охватывающее собой население, бывшее там раньше дорян. Он переименовал эгиалейцев в архелайцев и в то же время… …   Реальный словарь классических древностей

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»