Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κορύδαλος

См. также в других словарях:

  • κορύδαλος — κορύδαλος, ὁ (Α) βλ. κορυδαλ(λ)ός …   Dictionary of Greek

  • κορυδαλ(λ)ός — και κορύδαλος, ο (ΑM κορυδαλλός και κορυδαλός, Α και κορύδαλος, Μ και ἀσκορδαλλός και ἀσκορδιαλλός και σκορδαλλός και σκορδιαλλός) ονομασία, κοινή σήμερα, στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που σύμφωνα με την ισχύουσα επιστημονική κατάταξη ανήκουν στην …   Dictionary of Greek

  • νευρόπτερα — Τάξη εντόμων που αριθμεί πολυάριθμα είδη σπάνια μικρών διαστάσεων (άνοιγμα πτερύγων 5 χιλιοστά), συχνότερα μέσου ή μεγάλου μεγέθους και ορισμένες φορές πολύ μεγάλου (μερικοί μυρμηκολέοντες έχουν άνοιγμα πτερύγων σχεδόν 17 εκ.). Τα στοματικά… …   Dictionary of Greek

  • ԱՐՏՈՅՏ — (տուտի) NBH 1 0382 Chronological Sequence: Unknown date, 11c, 14c գ. ԱՐՏՈՅՏ կամ ԱՐՏՈՒՏ. գրի եւ ԱՐՏԻՒՏ, եւ ԱՐՏՕՏ. κορυδαλός , κορυδίς alauda, galerita Փորքրիկ թռչուն արտի՝ երկայն փետրովք ʼի գլուխն. աբեղաձագ .... ըստ ոմանց՝ շիֆնին, իբր ազգ ինչ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»