-
1 κόρυδος
κόρυδος (- δός)Grammatical information: m. (f.)Meaning: `(crested) lark, Alauda cristata' (Ar., Pl., Arist.); enlarged forms with ν- and λ(λ)-suffixes (Chantraine Formation 360f. a. 246f.):;Other forms: κάρυδοι καρύδαλοι H.Derivatives: κορυδῶνες pl. (Arist. HA 609a 7; cf. below), κορύδαλ(λ)ος (Arist.; v. l. - αλλός), - αλλός (Theoc., Babr.), - αλλά (Epich., sicil. inscr.), - αλλίς (Simon., Theoc.). PN Κόρυδος, - ύδων, - υδαλλός, - υδεύς (s. Boßhardt Die Nom. auf - ευς 132).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: To κόρυς `helm' with δο-suffix (cf. the simlar instances in Schwyzer 508 and Chantraine 359); a t-enlargement perhaps in a German. word for `deer', e. g. OS hirot, OHG hiruz (IE. *ḱeru-d-). Cf. with - θ- (as in κόρυθ-): κόρυθος εἷς τις τῶν τροχίλων and κορύθων ἀλεκτρυών H. - The form κορυδῶνες (s. above) can hardly be correct; one expects *κορυδόνες (as χελιδόνες etc.) or evtl. κορύδωνες. - See on κόρυδος etc. Thompson Birds s. κορύδαλος. The form κάρυδος is the older one: α \> [ο] before following υ (so not to be `corrected, as Fur. 345, who had not seen the rule); so derivation from κόρυς is impossible. Note that - αλ(λ)- is also a Pre-Greek suffix (*-aly-), s. Beekes, FS Kortlandt.See also: Weiteres s. κόρυς.Page in Frisk: 1,924Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόρυδος
См. также в других словарях:
κορυδαλ(λ)ός — και κορύδαλος, ο (ΑM κορυδαλλός και κορυδαλός, Α και κορύδαλος, Μ και ἀσκορδαλλός και ἀσκορδιαλλός και σκορδαλλός και σκορδιαλλός) ονομασία, κοινή σήμερα, στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που σύμφωνα με την ισχύουσα επιστημονική κατάταξη ανήκουν στην … Dictionary of Greek
Theophilos Corydalleus — Title page of the Greek edition of The Rhetoric Theophilos Corydalleus (Greek: Θεόφιλος Κορυδαλ(λ)εύς, Theofilos Koryda(l)leus; 1563–1646), was a Greek Neo Aristotelian philosopher. He was born in Korydallos, which was renamed from Pachy in 1923… … Wikipedia
κορυδαλίς — η (Α κορυδαλλίς, ίδος και κορυδάλλη και κορυδαλλή) κορυδαλλός νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας φουμαριίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυδαλ(λ)ός + κατάλ. ίς (πρβλ. λεοντ ίς, συμμαχ ίς). Ως νεοελλ. επιστημον. όρος η λ. είναι… … Dictionary of Greek
κορύδαλος — κορύδαλος, ὁ (Α) βλ. κορυδαλ(λ)ός … Dictionary of Greek
κόρυδος — και κορυδός, ὁ, και κορυδός, ἡ, και κορυδών, ὁ, και κορύδυλις, ἡ (Α) ο κορυδαλ(λ)ός («ὥσπερ τὰ παιδία τὰ τοὺς κορύδους διώκοντα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς* «περικεφαλαία» με επίθημα δο (πρβλ. λύγ δο ς, ράβ δο ς). Ανάλογη στον σχηματισμό της… … Dictionary of Greek
νεκύδαλος — και νεκύδαλλος, ὁ (Α) η τελευταία μεταμόρφωση τού μεταξοσκώληκα, κατά την οποία μοιάζει με νεκρό, η χρυσαλλίδα, η νύμφη τού μεταξοσκώληκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τη λ. νέκυς «νεκρός» και έχει σχηματιστεί κατά το κορύδαλ(λ)ος*. Η σύνδεση τής… … Dictionary of Greek
σκορδαλός — ο, ΝΜ, και σκορδαλιός και σκορδιαλός και ασκορδαλός Ν το πτηνό κορυδαλλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κορυδαλ(λ)ός, με ανάπτυξη προθετικού σ και συγκοπή τού υ ] … Dictionary of Greek