-
1 κομβίον
-
2 κομβίον
κομβίονbuckle: neut nom /voc /acc sg -
3 κομβίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομβίον
-
4 κομβίον
τό1) пуговица; 2) кнопка (электрическая); 3) тех узел -
5 κομβία
κομβίονbuckle: neut nom /voc /acc pl -
6 κομβίοις
κομβίονbuckle: neut dat pl -
7 κομβίου
κομβίονbuckle: neut gen sg -
8 κομβίων
κομβίονbuckle: neut gen pl -
9 пуговица
пуговицаж τό κουμπί, τό κομβίον. -
10 κομβίω
-
11 κομβίῳ
-
12 κομποθήλυκα
Κομπ-θήλυκα, τά,A v.l. for πόρπακας (the ends of a seton) in Hippiatr.2; cf. foreg. and κόμβος, κομβίον, κομβοθηλεία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομποθήλυκα
-
13 κόμβος
Grammatical information: m.Meaning: `roll, band, girth' (Anon. ap. Suid.);Compounds: as 1. member in κομβο-λύτης βαλαντιοτόμος H., κομβο-θηλεία f. `buckle' (sch.; from κόμβος θῆλυς [ θήλεια]); also κομπο-θηλαία `band, girth' (sch.) and κομπο-θήλυκα pl. (Hippiatr.; v. l. for πόρπακας) after κόμπος = `boast'(?).Derivatives: κομβίον = περόνη (Eust., Sch.), κομβώσασθαι στολίσασθαι, κόμβωμα στόλισμα H., κομβώματα = καλλωπίσματα etc. (Suid., H.). Better attested is the hypostasis ἐγκομβόομαι `bind on, draw on' (Epich., hell. Com., 1 Ep. Pet. 5, 5) with ἐγκόμβωμα `protecting upper garment worn by slaves' (Longus, Thd.); further ἀνακομβόομαι `gird oneself' (Gp.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Technical word without certain explanation. One compares since Fick 1, 383; 3, 71, Zupitza Die germ. Gutt. 22f. on the one hand some Baltoch-Slavic words for `hang etc.', e. g. Lith. kabìnti `hang on, hook on', kìbti `hang on oneself, hook on', S.-Csl. skoba `fibula', Russ. skobá `iron hook, clamp', on the other Gr. σκαμβός `crooked (legs)', Σκόμβος PN (after Bechtel KZ 44, 358 "the limper"); further the isolated Norw. hempa `Kleiderstrippe, strap, handle' (can hardly be separated from hamp `hemp'). "Das Resultat dieser Vergleiche ist offenbar eine sowohl lautlich wie begrifflich wenig befriedigende Approximation." Frisk - Pok. 918, W.-Hofmann s. cambiō and campus, Vasmer s. skobá. - The IE connections are quite dubious. The forms κομβοθηλεία, κομποθηλαία, κομποθήλυκα clearly show a Pre-Greek word (a confusion of κόμβος with κόμπος is improbable, so the variation β\/π points to a Pre-Greek word; note also the variation - εια, - αια (and - υκα!), which we have seen more often in Pre-Greek (Beekes, Pre-Greek, suffixes sub - αι\/- ε(ι)). But does it contain the word κόμβος? The derivation of the second element from θῆλυς is clearly wrong.Page in Frisk: 1,907-908Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόμβος
См. также в других словарях:
κομβίον — buckle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομβία — κομβίον buckle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομβίοις — κομβίον buckle neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομβίου — κομβίον buckle neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομβίων — κομβίον buckle neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομβίῳ — κομβίον buckle neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκόμβιον — ἀποκόμβιον κ. κόμπιον, το (Μ) 1. βαλάντιο, πουγγί 2. εκκλ. προσφορά (δινόταν μέσα σε μεταξωτό σακούλι που λεγόταν κομβίον). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κομβίον < κόμβος «το πουγγί»] … Dictionary of Greek
κουμπί — και κομπί, το (ΑM κομβίον) νεοελλ. 1. μικρό κομμάτι από μέταλλο, κόκαλο, πλαστικό ή άλλη ύλη, κυκλικό συνήθως, αλλά και με διάφορα άλλα σχήματα, που στερεώνεται σε ρούχα ή παπούτσια και μπαίνει σε ανάλογη με το μέγεθός του σχισμή ή θηλειά για να… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
επικόμβια — ἐπικόμβια και ἐπικόμπια, τὰ (Μ) [κομβίον] 1. χρυσά ή ασημένια νομίσματα που έριχναν στον λαό δεμένα μέσα σε κόμπους μαντηλιών την ημέρα τής στέψεως τού αυτοκράτορα 2. γεν. κομποδέματα, μαντήλια, μέσα στα οποία έδεναν χρήματα σε κόμπους … Dictionary of Greek
κομβίο — το (AM κομβίον) βλ. κουμπί … Dictionary of Greek