Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κομβοθηλεία

См. также в других словарях:

  • κομβοθηλεία — κομβοθηλεία, ἡ (Α) πόρπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει ως α συνθετικό τον τ. κόμβος και ως β συνθετικό το επίθ. θῆλυς] …   Dictionary of Greek

  • κομβοθηλείαν — κομβοθηλείᾱν , κομβοθηλεία buckle fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»