Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κολυμβ-άς

См. также в других словарях:

  • ιμανήθρη — ἱμανήθρη, ἡ (Α) ιμονιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ιμάς, άντος (βλ. ιμάντας) και προέρχεται πιθ. από *ἱμανῶ < *ἵμων (πρβλ. ιμονιά). Εμφανίζει επίθημα η θρα (< επίθημα θρον / θρα παρεκτεταμένο με η ), πρβλ. δακτυλ ήθρα, κολυμβ ήθρα] …   Dictionary of Greek

  • καντηλήθρα — η μικρό μεταλλικό στήριγμα για το φιτίλι τού καντηλιού που με τη βοήθεια φελλού πλέει στο λάδι ή στηρίζεται στα χείλη τού δοχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καντήλι + κατάλ. ήθρα (παρεκτεταμένη μορφή τού επιθήματος θρα), πρβλ. δακτυλ ήθρα, κολυμβ ήθρα] …   Dictionary of Greek

  • κουκουλήθρα — η ό,τι απομένει από το κουκούλι μετά την αφαίρεση τού μεταξιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουκούλι + κατάλ. ήθρα (παρεκτεταμένη μορφή τού επιθήματος θρα), πρβλ. δακτυλ ήθρα, κολυμβ ήθρα] …   Dictionary of Greek

  • λώθρα — η 1. το οξύ μέρος τών καρφιών, το οποίο αποκόπτει και πετάει ο πεταλωτής, αφού καρφώσει το πέταλο στην οπλή τών ίππων, τών όνων ή τών ημιόνων 2. μτφ. πράγμα άχρηστο ή ευκαταφρόνητο, ανάξιο προσοχής 3. φρ. α) «να μη μείνει λώθρα» (λέγεται ως… …   Dictionary of Greek

  • μολυβήθρα — η·1. τεμάχιο μολύβδου, βαρίδι, που προσαρμόζεται στο άκρο τής ορμιάς και στη βάση τών διχτιών για ευχερέστερη καταβύθιση στο νερό 2. το βαρίδι τής στάθμης τών χτιστών 3. η καντηλήθρα 4. μολύβδινο έλασμα με το οποίο περιέβαλλαν τον πυριτόλιθο στα… …   Dictionary of Greek

  • ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… …   Dictionary of Greek

  • ρωποπερπερήθρα — ἡ, ΜΑ χυδαία και ανόητη φλυαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή αντικείμενα» + πέρπερος «λογάς» + επίθημα ήθρα (πρβλ. κολυμβ ήθρα)] …   Dictionary of Greek

  • στωμυλήθρα — και στωμυλλήθρα, ἡ, Α στωμυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στωμύλος «φλύαρος, εύγλωττος» + επίθημα (ή)θρα (πρβλ. ἀλινδ ήθρα, κολυμβ ήθρα). Κατά μία άποψη, στη φρ. στωμυλῆθραι δαιταλεῖς, ο τ. απαντά ως επίθ. πιθ. για σκωπτικούς λόγους. Κατ άλλους, ο τ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»