-
1 κολοσσός
Grammatical information: m. (Cyrene also f.)Meaning: `gigantic statue, coloss (Hdt. [only about Egypt], hell.), also `statue' in gen. (A., hell.), `figure, puppet' (Cyrene; cf. v. Wilamowitz BerlAkSb. 1927: 19, 155ff.);Compounds: as 1. member e. g. in κολοσσο-ποιός (Hero).Derivatives: κολοσσιαῖος (D. S. [- ττ-], Ph., Pap.), - ικός (D. S. [- ττ-], Str., Plu.) `with the measures of a c., colossal'.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The (suffixal) element - σσ- points to foreign Mediterranean origin; s. Chantraine Formation 34, Lamer IF 48, 233, Krahe Die Antike 15, 181; hesitating agreement of Kretschmer Glotta 21, 159. Bq compares the also dark κολεκάνος (- οκ-) `long, meager man' (Stratt., H.). No IE. etymology (no to κολωνός etc.; s. Bq). A typical Pre-Greek word. Ample about κολοσσός Benveniste Rev. de phil. 58, 118ff.Page in Frisk: 1,903-904Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κολοσσός
-
2 κολοσσός
κολοσσός, ὁ, der Koloß, die Riesenbildsäule, über Lebensgröße; Her. 2, 149. 175; ξύλινοι, χάλκεοι, 3, 130. 152; εὔμορφοι Aesch. Ag. 405; übh. Bildsäule, Theocr. 22, 47; τοῦ Ἡρακλέους Plut. Fab. 22 u. A. Bes. der 70 Ellen hohe, dem Sonnengotte zu Ehren errichtete eherne Koloß auf Rhodus, Luc. histor. conscr. 23; vgl. Plut. ad princ. inerud. 2. – Nach E. M. von κολούειν – ὄσσε, ὡς μὴ ἐφικνουμένων τῶν ὀφϑαλμῶν ὁρᾶν.
-
3 κολοσσος
ὁ колосс, т.е. статуя размерами больше натуральной величины(ξύλινος Her.; εὔμορφος Aesch.; τοῦ Ἡρακλέους Plut.)
; преимущ. колосс Родосский (33 метровая статуя бога солнца у входа в Родосский порт; погибла во время землетрясения в 224 г. до н.э.) Luc., Anth. -
4 κολοσσός
κολοσσόςcolossus: masc nom sg -
5 κολοσσός
κολοσσός, ὁ, der Koloß, die Riesenbildsäule, über Lebensgröße; übh. Bildsäule. Bes. der 70 Ellen hohe, dem Sonnengotte zu Ehren errichtete eherne Koloß auf Rhodus -
6 κολοσσός
ο колосс, великан -
7 κολοσσός
[колоссос] ουσ. а. великан, колосс,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κολοσσός
-
8 κολοσσός
[колоссос] ουσ α великан, колосс. -
9 κολοσσός
A colossus, gigantic statue, in Hdt. always of Egyptian works, 2.130, al.; of other colossal statues, Thphr.Fr. 128, Sopat.1, Plb.18.16.2, Plin.HN34.45, Luc.Hist.Conscr.23, D.C.66.15;ὁ κ. ὁ ἡμαρτημένος Longin.36.3
; dub. in IG12.577, 12(3).1015.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολοσσός
-
10 κολοσσός
колоcГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κολοσσός
-
11 κολοσσός
colossusΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κολοσσός
-
12 colossus
κολοσσός -
13 κολοσσοί
κολοσσόςcolossus: masc nom /voc pl -
14 κολοσσούς
κολοσσόςcolossus: masc acc pl -
15 κολοσσόν
κολοσσόςcolossus: masc acc sg -
16 колосс
-а α.1. άγαλμα υπερφυσικών διαστάσεων•колосс родосский ο κολοσσός της Ρόδου.
2. (γραπ. λόγος) τεράστιος, πελώριος•колосс мысли κολοσσός της σκέψης•
колосс науки κολοσσός της επιστήμης.
εκφρ.колосс на глиняных ногах – κολοσσός με πήλινα πόδια (αδύνατος, ετοιμόρροπος). -
17 огромина
огром||инаж разг ὁ κολοσσός:какая \огроминаина! τί κολοσσός!. -
18 colossus [1]
-
19 σφῡρ-ήλατος
σφῡρ-ήλατος, mit dem Hammer getrieben, gearbeitet, gehämmert, geschmiedet; bes. von getriebenen Metallarbeiten im Ggstz zu den gegossenen; σίδηρος, Aesch. Spt. 798; πέδαι, Pers. 733; Her. 7, 69; σφυρήλατος ἐν Ὀλυμπίᾳ στάϑητι, Plat. Phaedr. 236 b; κολοσσός, Ep. ad. 193 ( App. 135); übertr., ἀνάγκαι Pind. frg. 223, dicht, fest, dauerhaft, φιλία Plut. discr. ad. et am. 35, σφ. νοῦς, ein gediegener Geist; vom schriftlichen Ausdrucke, gedrängt, gedankenreich, de Pyth. or. 29; λόγος Luc. Dem. enc. 14.
-
20 φήγινος
См. также в других словарях:
κολοσσός — colossus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσός — ο (AM κολοσσός, Α και κολοττός, ό, και κολοσσός, ή) ανδριάντας υπερφυσικού μεγέθους, γιγάντιο άγαλμα (α. «ο Κολοσσός τής Ρόδου» β. «τὸν κολοσσὸν τοῡ Ἡρακλέους μετακομίσας ἐκ Τάραντος ἔστησεν ἐν Καπιτωλίῳ», Πλούτ.) νεοελλ. 1. υπερμεγέθης, πελώριος … Dictionary of Greek
κολοσσός — ο 1. άγαλμα ή ανδριάντας υπερφυσικού μεγέθους: Ένα από τα θαύματα του αρχαίου κόσμου ήταν και ο κολοσσός της Ρόδου. 2. αυτός που έχει κάποια ιδιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό: Αυτός είναι κολοσσός τιμιότητας. 3. καθετί πολύ μεγάλο, το πελώριο: Το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Колосс — (κολοσσος, colossus) название, употребляемое для обозначения всякой статуи, превосходящей своими размерами натуру. Еще в глубокой древности египтяне олицетворяли в подобных статуях своих богов и царей, в намерении гигантизмом этих изображений… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
κολοσσοῖς — κολοσσός colossus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσοί — κολοσσός colossus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσοῦ — κολοσσός colossus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσούς — κολοσσός colossus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσῶν — κολοσσός colossus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσῷ — κολοσσός colossus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσόν — κολοσσός colossus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)