-
1 ξυλινος
-
2 ξύλινος
-
3 ξύλινος
ξύλινοςof wood: masc nom sg -
4 ξύλινος
1 wooden ἀλλ' ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν i. e. on a pyre P. 3.38 πέλλαι γὰρ ξύλιναι πίθοι λτ;τεγτ; πλῆσθεν ἅπαντες (Wil.: ξύλινοι codd. Plutarchi) *fr. 104b.* -
5 ξύλινος
ξύλινος, von Holz, hölzern; καρποὶ ξύλινοι, Baumfrüchte; λίνα, Baumwolle -
6 ξύλινος
ξύλινος, η, ον (ξύλον; Pind., Hdt.+) wooden τὰ εἴδωλα … τὰ ξ. the wooden cult images/idols (cp. Aesop, Fab. 66 H.=285 P./61 Ch./284 H-H. ἄνθρωπός τις ξύλινον ἔχων θεόν; EpJer 3 θεοὶ ξ., 10, 29, 54, 69, 70; Da 5:4 and 23 Theod.; En 99:7) Rv 9:20. θεοὶ ξ. AcPl Ha 1, 19. σκεύη wooden vessels or equipment (cp. SIG 962, 41ff; 316; Lev 15:12; Num 31:20; 35:18) 2 Ti 2:20.—DELG s.v. ξύλον. M-M. -
7 ξύλινος
η, ο[ν]1) деревянный, из дерева; 2) древесный, относящийся к дереву, древесине; 3) дровяной, относящийся к дровам;§ ξύλινος νούς бран. — дубина (стоеросовая), болван
-
8 ξύλινος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ξύλινος
-
9 ξύλινος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ξύλινος
-
10 ξύλινος
деревянный, древесный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ξύλινος
-
11 ξύλινος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ξύλινος
-
12 ξύλινος
[ксилинос] εκ. деревянный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξύλινος
-
13 ξύλινος
-η,-ον + A 8-0-3-4-15=30 Lv 11,32; 15,12; 26,30; 27,30; Nm 31,20θεοὶ ξύλινοι wooden images of gods, wooden idols LtJ 3 Cf. CAIRD 1969=1972 137-138(Sir 22,16) -
14 ξύλινος
[ксилинос] επ деревянный. -
15 ξύλινος
A of wood, wooden,τεῖχος Pi.P.3.38
; δόμος, οἰκίαι, B.3.49, Hdt.4.108, etc. ; ὁ ξ. καρπός produce of trees, i. e. fruit, wine, or oil, opp. ξηρός (q.v.), Pl.Criti. 115b, cf. OGI55.13 (Telmessus, iii B. C.), Str.15.1.20 : pl., ξ. καρποί, opp. σιτικοί, Id.5.4.2, cf. D.S.3.63, Ath.3.78d ; opp. ὁ Δημήτριος, IG22.2492.19 ; ξύλιναι ὦναι, opp. σιτηραί, SIG2554.17 (Magn. Mae., ii B. C.) ; τομὰ ἁ ξυλίνα cutting of timber, IG42(1).76.9 (Epid., ii B. C.).3 ξύλινον, τό, writing-tablet,ξ. πύξινον PGrenf. 1.14.12
(ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξύλινος
-
16 ξύλινος
дрвенГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ξύλινος
-
17 ξύλινος
woodenΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ξύλινος
-
18 древесный
ξύλινοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > древесный
-
19 wooden
ξύλινος -
20 ξυλίνη
ξύλινοςof wood: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ξύλινοςof wood: fem dat sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
ξύλινος — of wood masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλινος — η, ο, (ΑΜ ξύλινος, ίνη, ον, Α αττ. τ. σύλινος, ίνη, ον) [ξύλον] 1. κατασκευασμένος από ξύλο ή αποτελούμενος από ξύλο (α. «ξύλινες καλύβες» β. «ξύλινα τείχη» τα πλοία, Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ξύλινο(ν) τσόκαρο, ξύλινο πέδιλο νεοελλ. φρ.… … Dictionary of Greek
ξύλινος — η, ο ο κατασκευασμένος από ξύλο, ο ξυλένιος: Τα πατώματα είναι ξύλινα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυλίνων — ξύλινος of wood fem gen pl ξύλινος of wood masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλινον — ξύλινος of wood masc acc sg ξύλινος of wood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλίναις — ξύλινος of wood fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλίνη — ξύλινος of wood fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλίνην — ξύλινος of wood fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλίνης — ξύλινος of wood fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλίνοιν — ξύλινος of wood masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλίνοις — ξύλινος of wood masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)