-
1 colossus
κολοσσός -
2 колосс
-а α.1. άγαλμα υπερφυσικών διαστάσεων•колосс родосский ο κολοσσός της Ρόδου.
2. (γραπ. λόγος) τεράστιος, πελώριος•колосс мысли κολοσσός της σκέψης•
колосс науки κολοσσός της επιστήμης.
εκφρ.колосс на глиняных ногах – κολοσσός με πήλινα πόδια (αδύνατος, ετοιμόρροπος). -
3 огромина
огром||инаж разг ὁ κολοσσός:какая \огроминаина! τί κολοσσός!. -
4 колосс
колоссλι ὁ κολοσσός. -
5 giant
1. feminine - giantess; noun1) ((in fairy stories etc) a huge person: Jack met a giant when he climbed the beanstalk.) γίγαντας2) (a person of unusually great height and size.) μεγαλόσωμος άνθρωπος, γίγαντας3) (a person of very great ability or importance: Einstein is one of the giants of twentieth-century science.) κολοσσός2. adjective(of unusually great height or size: a giant cod; a giant fern.) γιγαντιαίος -
6 левиафан
-а α.ο λεβιάθαν. || μτφ. κολοσσός.
См. также в других словарях:
κολοσσός — colossus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσός — ο (AM κολοσσός, Α και κολοττός, ό, και κολοσσός, ή) ανδριάντας υπερφυσικού μεγέθους, γιγάντιο άγαλμα (α. «ο Κολοσσός τής Ρόδου» β. «τὸν κολοσσὸν τοῡ Ἡρακλέους μετακομίσας ἐκ Τάραντος ἔστησεν ἐν Καπιτωλίῳ», Πλούτ.) νεοελλ. 1. υπερμεγέθης, πελώριος … Dictionary of Greek
κολοσσός — ο 1. άγαλμα ή ανδριάντας υπερφυσικού μεγέθους: Ένα από τα θαύματα του αρχαίου κόσμου ήταν και ο κολοσσός της Ρόδου. 2. αυτός που έχει κάποια ιδιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό: Αυτός είναι κολοσσός τιμιότητας. 3. καθετί πολύ μεγάλο, το πελώριο: Το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Колосс — (κολοσσος, colossus) название, употребляемое для обозначения всякой статуи, превосходящей своими размерами натуру. Еще в глубокой древности египтяне олицетворяли в подобных статуях своих богов и царей, в намерении гигантизмом этих изображений… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
κολοσσοῖς — κολοσσός colossus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσοί — κολοσσός colossus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσοῦ — κολοσσός colossus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσούς — κολοσσός colossus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσῶν — κολοσσός colossus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσῷ — κολοσσός colossus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσόν — κολοσσός colossus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)