-
1 κολοιοί
κολοιόςjackdaw: masc nom /voc pl -
2 κολοιός
κολοιός, ὁ,A jackdaw, Corvus monedula, Il.16.583, 17.755, Ar.V. 129, Av.50, al., Thphr.Char.21.6, Sign.39, Arat.963, al., Ael.NA4.30, Dionys.Av.3.18;κραγέται κολοιοί Pi.N.3.82
:—Arist.HA 617b16 distinguishes three species, κορακίας, λύκος, βωμολόχος (qq.v.): he also mentions a web-footed κολοιός, found in Lydia and Phrygia, which is prob. the little cormorant, Phalacrocorax pygmaeus; cf. Ath.9.395e (citing Ar.Ach. 875):—Proverbs: κολοιὸς ποτὶ κολοιόν 'birds of a feather flock together', Arist.EN 1155a34, etc.; κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται 'borrowed plumes', Luc.Apol.4; κύκνον ἡγοῦ τὸν κ. 'your geese are swans', Lib.Ep.42.3; of impudent noisy talkers,πολλοὶ.. σφε κατακρώζουσι κολοιοί Ar.Eq. 1020
; of Agathocles, Timae.145. (Cf.κολῳός, κολῳάω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολοιός
-
3 κολοιός
1 jackdaw met. ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς. κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινὰ νέμονται i. e. the rivals of Pindar N. 3.82 -
4 κραγέτας
1 cawing κραγέται δὲ κολοιοὶ the rivals of Pindar N. 3.82 -
5 νέμω
νέμω (νέμεις, -ει: νέμων; νέμειν: impf. νέμε: aor. νεῖμ(ε) coni.: med. νέμομαι, -εαι, -ονται: - όμενος.)aI act., watch (over), keepὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, ἕδος Ὀλύμπου νέμων O. 2.12
τοῖς γὰρ (sc. παισὶ Λήδας)ἐπέτραπεν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36
νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων O. 10.13
Ζεῦ πάτερ, τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων O. 13.27
εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον hoards I. 1.67 abs.ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς P. 3.70
II med., cultivate, inhabit “ἀγρούς τε πάντας, τοὺς ἀπούρας ἁμετέρων τοκέων νέμεαι” P. 4.150 met.ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.27
κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινὰ νέμονται N. 3.82
abs. dwell,τίς ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν P. 11.55
τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται (sc. οἱ Αἰγινῆται) I. 9.4b direct, place (sc. parts of the body) ( Ἀλκιμίδας)ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15
( χεῖρα)· τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις (Hermann: νωμᾶ πάσαις codd. contra metr.: with which N. gave full rein) I. 2.22cI hand out, dispense of gods ὃ (sc. Ἀπόλλων)καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ νέμει P. 5.64
Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει, Ζεὺς ὁ πάντων κύριος (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) I. 5.52 met.ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων P. 5.55
II med. spend, pass (time)ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα O. 2.66
ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας (sc. Διόσκουροι) N. 10.56d fragg. νεμε Λατο[ Πα. 7C. d. 4. ]χαν νέμειν[ Πα. 13b. 21 νέ]μομαι παρα[ (supp. Lobel: ] εομαι in marg. pap., i. e. v. l. νέομαι?) fr. 215b. 9. ] ἀρετάν τε νέμεις[ ?fr. 333d. 25. dub. ν[έμ]ειν (supp. Snell) Pae. 6.176 -
6 ταπεινός
τᾰπεινός n. pl. pro subs.,1 low regionsκραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινὰ νέμονται N. 3.82
-
7 δύσφωνος
δύσ-φωνος, ον,4 [suff] δυς-φώρᾱτος, ον, hard to detect, Plu.2.51d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσφωνος
-
8 κατακρώζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακρώζω
-
9 κραγέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραγέτης
-
10 νέμω
A , ([etym.] ἀπο-) Pl.Phlb. 65b, later : [tense] aor. ἔνειμα, [dialect] Ep.νεῖμα Il.3.274
: [tense] pf. νενέμηκα ([etym.] δια-) X.Cyr.4.5.45:—[voice] Med., νέμομαι, [tense] fut.νεμοῦμαι Th.4.64
, D.21.203; [dialect] Ion. νεμέομαι ([etym.] ἀνα-) Hdt.1.173; laterνεμήσομαι D.H.8.71
, Plu.Crass.14, etc.: [tense] aor.ἐνειμάμην Th.8.21
, etc. ( ἐνεμησάμην is f.l. in Clearch.10, Hp.Oss.18 ([etym.] ὑπο-)):—[voice] Pass., [tense] fut.νεμηθήσομαι Plu. Agis14
(also νεμήσομαι in pass. sense ([etym.] δια-) App.BC4.3): [tense] aor. , D.36.38 (also in med. sense ([etym.] κατ-) Plu.Per.34, Ath.15.677e): [tense] pf. , etc. (also in med. sense, D.47.35).—Hom. uses of the [voice] Act., only [tense] pres., [tense] impf., and [tense] aor.; of the [voice] Med., [tense] pres. and [tense] impf.A deal out, dispense, freq. in Hom., esp. of meat and drink, μοίρας, κύπελλα, κρέα, μέθυ ν., Od.8.470, 10.357, Il.9.217, Od.7.179, cf. IG12.10.3, al.; οἱ γεωνόμοι νειμάντων τὴν γῆν ib.45.7: then generally, distribute, of the gods,Ζεὺς.. νέμει ὄλβον.. ἀνθρώποισιν Od.6.188
;Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει Pi.I.5(4).52
, cf. P.5.55;θεῶν τὰ ἴς α νεμόντων Hdt.6.11
, 109;Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ' ἐννόμοις A.Supp. 403
(lyr.); [Διὶ] τὸν ὑπεραλγῆ χόλον ν. leave vengeance to Zeus, S.El. 176 (lyr.); of men,ν. δευτερεῖά τινι Hdt.1.32
;τρίτον μέρος τῶν σκύλων τισί Th.3.114
; μοῖραν ν. τινί pay one due honour, respect, A.Pr. 294 (lyr.); μητρὸς τιμὰς ν. respect her privileges, Id.Eu. 624 (but πρόσω ν. τιμάς extend one's privileges, ib. 747);Λύκῳ κῆπον Εὐβοίας νέμει S.Fr.24
; Πολυκράτης μητέρα νέμει P. allots a mother (to you), prov. in Duris63 J.;εἰ πατρὸς νέμοι τιν' ὤραν τοῦ καλῶς πράσσειν δοκεῖν S. Tr.57
;τὸ σὸν γέρας τιμὴν ἐμοὶ ν. Id.Ph. 1062
;ἐκείνῳ.. αἰτίαν νέμει Id.Aj.28
; ν. αἵρεσιν give one a choice, ib. 265; affords, vouchsafes,E.
Hipp. 745 (lyr.); τὸ πιστὸν τῆς ἀληθείας ν. observe it, S.Tr. 398;τῷ.. ὄχλῳ πλέον ν. E.Hec. 868
;μήτε οἴκτῳ πλέον ν. μήτ' ἐπιεικείᾳ Th.3.48
;τὸ ἧσσον ἀδικίᾳ E.Supp. 380
(lyr.); τῷ φθόνῳ πλέον μέρος ib. 241; ;ἔλασσόν τινι Antipho 5.10
;χάριν τινί Ar.Av. 384
;πενίᾳ καὶ πλούτῳ τιμὴν ν. Pl.Lg. 696a
; of judges, κολαστὴν.. θάνατον ν. ib. 863a;συγγνώμην τισί Gal.6.753
: c. inf., (lyr.):—[voice] Pass., νέμεται ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας is freely bestowed upon them, Hdt.9.7.α'; κρέα νενεμημένα portions of meat, X.An.7.3.21; πλεῖστα μέρη ἡ οὐσία νενεμημένη distributed into.., Pl.Prm. 144d.2 pay out, distribute a bandage, in [voice] Act. and [voice] Pass., Hp. Off.8,22, Fract.4,16, Sor.Fasc.4, al.3 allot, distribute in groups,πρὸς τὴν λῆξιν ἑκάστην Arist.Ath.30.3
, cf. 31.3 ([voice] Pass.);νεῖμαί τινας ἐς τὰς φυλὰς δέκαχα IG22.1.33
:—[voice] Pass.,ἐκ τῆς φυλῆς ἑκάστης νενεμημέναι τριττύες τρεῖς Arist.Ath.8.3
, cf. 63.4.II [voice] Med., distribute among themselves: hence, have and hold as one's portion, possess,πατρώϊα πάντα νέμεσθαι Od.20.336
: mostly of land, τεμένεα, τέμενος, 11.185, Il.12.313;ἔργα 2.751
, Hes.Op. 119; πρὸς τὸν ἀδελφὸν ἐνειμάμην (sc. οὐσίαν) Lys.16.10, cf. 19.46; τἄλλα νεμομένη administering.., Hdt.4.165; τὰ μέταλλα, τὰ ἐμπόρια, Id.7.112, Th. 1.100; [τὰ λήμματα] ἃ νέμεσθε which you enjoy, D.3.33: abs., ἔμ' οἴεσθ' ὑμῖν εἰσοίσειν ὑμᾶς δὲ νεμεῖσθαι; that you shall reap the fruit, Id.21.203.2 reap the fruit of: hence, dwell in, inhabit,ἄλσεα νέμεσθαι Il.20.8
; freq. with names of places, spread over, occupy a country, Ἰθάκην, Ὑρίην νέμεσθαι, Od.2.167, Il.2.496;ἀγρούς Pi.P.4.150
;τὸ πρὸς τὴν ἠῶ Hdt.4.19
, etc.;νεμόμενοι τὰ αὑτῶν.. ὅσον ἀποζῆν Th.1.2
.3 in Pi., of Time, spend, pass, αἰῶνα, ἁμέραν, O.2.66, N.10.56: abs., live,ἡσυχᾷ νεμόμενος P.11.55
.III from Pi. onwards, [voice] Act. is found in sense of [voice] Med., hold, possess,ἕδος Ὀλύμπου ν. O.2.12
;ἔνδον ν. πλοῦτον κρυφαῖον I.1.67
; inhabit,γῆν ν. Hdt.4.191
;χωρίον κοινῇ ν. Th.5.42
; (lyr.); ὅτι πλείστους ν. ἄνδρας to have as many husbands as possible, Str.11.13.11: abs., hold land, occupy, dwell,ν. περὶ τὴν λίμνην Hdt.4.188
:—[voice] Pass., of places, to be inhabited,πάντα ὑπὸ βαρβάροισι νέμεται Id.7.158
: abs., of a country, maintain itself, be constituted, Th.1.5,6.2 hold sway over, manage,πόλιν Hdt. 1.59
, 5.29; τὰς Ἀθήνας ib.71, etc.;λαόν Pi.O.13.27
; (lyr.);ἀστραπᾶν κράτη ν. S.OT 201
(lyr.); κράτη καὶ θρόνους ib. 237, cf.Aj. 1016; (Ptolemais, iii B.C.); (lyr.); οἴακα ν. wield, manage it, A.Ag. 802 (anap.);ἀσπίδ' εὔκυκλον ν. Id.Th. 590
; ἰσχὺν ν. ἐπὶ σκήπτροις support oneself on staves, Id.Ag.75 (anap.); ν. γλῶσσαν use the tongue, ib. 685 (lyr.);ν. πόδα Pi.N.6.15
: abs., hold sway,ὃς Συρακόσσαισι ν. Id.P.3.70
.3 hold, consider as..,σὲ νέμω θεόν S.El. 150
(lyr.), cf. 598, Tr. 483, Aj. 1331 (so in [voice] Pass., οὐδέ μοι ἐμμελέως τὸ Πιττάκειον νέμεται seems not to me fitly said, Simon.5.9): in Prose, προστάτην νέμειν τινά register as one's patron, Isoc.8.53, Hyp.Fr.21, Arist.Pol. 1275a12;ἡγεμόνα ν. τινά Agatharch.Fr.Hist.17J.
; ἀθλητῶν τοὺς μὴ νενεμημένους ἢ σεσωμασκηκότας unproved athletes, Plb. 6.47.8.B of herdsmen, pasture, graze their flocks, drive to pasture, abs.,ἐπῆλθε νέμων Od.9.233
; [χώραν] ἱκανὴν νέμειν τε καὶ ἀροῦν both for pasture and tillage, Pl.R. 373d: c. acc.,ὁ μὲν ἵππους νέμων, ὁ δὲ βοῦς Hdt.8.137
;μῆλα E.Cyc.28
, etc.; κτήνη πληγῇ ν. drive them afield with blows, Pl.Criti. 109c, cf. Heraclit.11 ([voice] Pass.).2 more freq. in [voice] Med., of cattle, feed, graze, Il.5.777, 15.631, Od.13.407, Hdt. 8.115, etc.: c. acc. loci, range over,ὡς λέαινα.. δρύοχα νεμομένα E.El. 1163
(lyr.);κολοιοὶ ταπεινὰ ν. Pi.N.3.82
: c. acc. cogn., feed on,νέμεαι.. ἄνθεα ποίης Od.9.449
;νομάς Hdt.1.78
; ;τὰ λευκὰ σήσαμα Ar.Av. 159
; of men, eat, S.Ph. 709 (lyr.).b metaph., of fire, consume, devour, Il.23.177, Hdt.5.101; alsoτὸ ψεῦδος.. νέμεται τὴν ψυχήν Plu.2.165a
.c Medic., abs., of ulcers, spread,ἐνέμετο πρόσω Hdt.3.133
, cf. Thphr.HP9.9.5; of gangrene, prob. in D.S.17.103; of thrush, Asclep. ap. Gal.12.995;ἐπὶ μᾶλλον ν. Aret.CA1.9
; ἐς τὸ εἴσω ν. ibid.; of a swelling,ὄγκος νεμόμενος Philum.Ven.17.1
.II c. acc. loci, ὄρη νέμειν graze the hills [with cattle], X.Cyr.3.2.20:—[voice] Pass.,[τὸ ὄρος] νέμεται αἰξὶ καὶ βουσί Id.An. 4.6.17
.2 metaph., πυρὶ νέμειν πόλιν waste a city by fire, give it to the flames, Hdt.6.33:—[voice] Pass., πυρὶ χθὼν νέμοιτο were being devoured, wasted by fire, Il.2.780;πυρὶ νέμεται.. ἡ φάλαγξ Plu.Alex. 18
. (Cf. OHG. neman 'take', Avest. n[schwa]mah- 'loan', Lith. nuoma 'rent', 'usury'.) -
11 περικλάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικλάζω
См. также в других словарях:
κολοιοί — κολοιός jackdaw masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοιός — ο (Α κολοιός) η καλοιακούδα (α. «πολλοί κολοιοί υψώθησαν πετώντες», Καλλιγ. β. «χὠ κολοιὸς οὑτοσὶ ἄνω κέχηνεν ὡσπερεὶ δεικνὺς τί μοι», Αριστοφ.) αρχ. παροιμ. α) «πολλοί... σφε κατακρώζουσι κολοιοί» για δημοκόπους και αναιδείς ρήτορες (Αριστοφ.)… … Dictionary of Greek
αθροισματικός — ἀθροισματικός, ή, όν (Α) [ἄθροισμα] ομαδικός (για πουλιά που δεν ζουν απομονωμένα ή κατά ζεύγη) «μυρία δὲ ἄλλα τὸν ἀθροισματικόν ᾓρηται βίον, ὡς αἱ περιστεραὶ καὶ γέρανοι καὶ ψάρες καὶ κολοιοί»,... έχουν διαλέξει τον ομαδικό βίο, να ζουν… … Dictionary of Greek
κατακρώζω — (Α) κράζω επανειλημμένα σαν κοράκι εναντίον κάποιου, ενοχλώ κάποιον κράζοντας («πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρώζω «κράζω, κραυγάζω»] … Dictionary of Greek
κραγέτης — κραγέτης, ὁ (Α) αυτός που κράζει, ο φωνακλάς («κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινά, νέμονται», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κράγ τού κράζω (πρβλ. αόρ. β ἔ κραγ ον) + κατάλ. έτης (πρβλ. αλιναι έτης, ηγ έτης)] … Dictionary of Greek