-
1 κόλλιξ
-
2 κολλιξ
- ῑκος ὅ булка из ячменной муки грубого помола, ячменный хлебец (см. κολλικοφάγος См. κολλικοφαγος) -
3 κόλλιξ
-
4 κόλλιξ
κόλλιξ, ῑκος, ὁ, ein länglich rundes, grobes Brot; kleine, runde Kuchen -
5 κόλλιξ
κόλλιξ, -ῑκοςGrammatical information: m.Meaning: `round coarse bread' (Hippon., com.), `tablet' (medic.).Compounds: κολλικο-φάγος (Ar.)Derivatives: κολλίκιος ἄρτος (Ath.), κολλίκιον (Greg. Cor.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: On the formation Schwyzer 497, Chantraine Formation 382. The word, in -ῑκ-, is no doubt Pre-Greek. (From MGr. κολλίκι(ον) Russ. kulíc `Easter-cake'; s. Vasmer Russ. et. Wb. s. v.). Cf. κόλλα.Page in Frisk: 1,899Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόλλιξ
-
6 κόλλιξ
κόλλῑξ, κόλλιξroll: masc nom /voc sg -
7 ὀλισβο-κόλλιξ
ὀλισβο-κόλλιξ, ικος, ὁ, ein Brot von der Gestalt eines ὄλισβος, Hesych.
-
8 κολλυρα
-
9 κολλύρα
A = κόλλιξ 1, Ar. Pax 123, Fr. 413, Plaut.Poen. 137, LXX 2 Ki.13.6, POxy. 397 (i A.D.), Ath.3.111a; cf. κολλούρα.2 used of τὰ ἐκ τέφρας πεπλασμένα (cf.κόλλιξ 11
), Thphr. ap. Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολλύρα
-
10 κόλιξ
κόλιξ, ικος, ὁ, = κόλλιξ, Ar. Ran. 576.
-
11 κολλύρα
-
12 κολλίκιος
κολλίκιος, von der Art od. Gestalt des κόλλιξ, ἄρτοι Ath. III, 112 f; auch τὸ κολλίκιον, Sp. – Vgl. κόλλαβος.
-
13 κολλίκων
κολλί̱κων, κόλλιξroll: masc gen pl -
14 κόλλικα
κόλλῑκα, κόλλιξroll: masc acc sg -
15 κόλλικας
κόλλῑκας, κόλλιξroll: masc acc pl -
16 κόλλικες
κόλλῑκες, κόλλιξroll: masc nom /voc pl -
17 κόλλικος
κόλλῑκος, κόλλιξroll: masc gen sg -
18 κολλίκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολλίκιον
-
19 κρίθινος
A made of or from barley, κόλλιξ, ἄρτος, Hippon.35, Luc.Macr.5; ἄχυρον, ἄλευρον, Thphr.HP8.4.1, PEleph.5.25 (iii B. C.), Plu.2.397a;τὸ κ. ποτόν Hp.Acut.64
; κ. ὕδωρ ib.(Sp.) 30; κ. οἶνος beer, Plb.34.9.15;πόμα Plu.2.752b
: metaph., κ. Δημοσθένης, 'gingerbread Demosthenes', nickname of Dinarchus, Hermog.Id.2.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρίθινος
-
20 ἑτοιμοκόλλιξ
A one who gives rolls freely, Com.Adesp.1094.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτοιμοκόλλιξ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κόλλιξ — κόλλιξ, ικος, ὁ (Α) 1. είδος πίτας στρογγυλού σχήματος από αλεύρι χοντροαλεσμένο («σῦκα μέτρια τρώγων καὶ κρίθινον κόλλικα», Ιππων.) 2. χάπι, καταπότιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε πιθ. η ρωσ., προβλ. kulič «πασχαλινό γλύκισμα»] … Dictionary of Greek
κόλλιξ — κόλλῑξ , κόλλιξ roll masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
кулич — а пасхальное изделие (из пшеничной муки) . Из ср. греч. κουλλίκι(ον) от κόλλιξ хлеб круглой или овальной формы ; см. Корш, AfslPh 9, 517; Фасмер, ИОРЯС 11, 2, 391; Гр. сл. эт. 104; Мi. ЕW 124, 146 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ετοιμοκόλλιξ — ἑτοιμοκόλλιξ, ὁ (Α) αυτός που δίνει δωρεάν, που μοιράζει κόλλικας, δηλ. κουλλούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + κόλλιξ «κουλλούρι»] … Dictionary of Greek
κολλίκιος — κολλίκιος, ία, ον (AM) [κόλλιξ] το ουδ. ως ουσ. τὸ κολλίκιον μικρό κουλούρι, κουλουράκι αρχ. αυτός που μοιάζει με κόλλικα, με κουλούρι … Dictionary of Greek
κολλικοφάγος — κολλικοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κουλούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλιξ, ικος + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, χορτο φάγος] … Dictionary of Greek
κολλύρα — κολλύρα, ἡ (Α) κόλλιξ*, κουλούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει επίθημα ύρα, πρβλ. άγκυρα] … Dictionary of Greek
κουλίκι — το (Μ κουλλίκι[ο]ν) κουλούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλίκιον*, με κώφωση τού ο (< κόλλιξ «είδος πίτας»)] … Dictionary of Greek
κόλλαβος — ο (Α κόλλαβος) κλειδί ή στριφτάρι με το οποίο κουρδίζονται οι χορδές τών έγχορδων μουσικών οργάνων αρχ. είδος πίτας ή ψωμιού («ἐπείσφερε τοὺς ἀμύλους καὶ τοὺς κίχλας καὶ τῶν λαγῴων πολλὰ καὶ τὰς κολλάβους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής… … Dictionary of Greek
κόλλοψ — κόλλοψ, οπος, ὁ (Α) 1. κλειδί έγχορδου μουσικού οργάνου, κόλλαβος, στριφτάρι («ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν», Ομ. Οδ.) 2. η λαβή με την οποία γύριζαν έναν τροχό 3. το χοντρό δέρμα στο κάτω μέρος τού αυχένα τών βοδιών ή τών χοίρων 4.… … Dictionary of Greek
ολισβοκόλλιξ — ὀλισβοκόλλιξ, ικος, ὁ (Α) (κωμική λέξη) ψωμί σε σχήμα ολίσβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλισβος + κόλλιξ «είδος άρτου»] … Dictionary of Greek