-
1 κολλῡρίτης
κολλῡρίτης, ὁ, sc. ἄρτος, = κολλύρα, LXX.
См. также в других словарях:
κολλυρίτης — κολλυρίτης, ὁ (Α) [κολλύρα] άζυμος άρτος … Dictionary of Greek
1 κολλῡρίτης
κολλῡρίτης, ὁ, sc. ἄρτος, = κολλύρα, LXX.
κολλυρίτης — κολλυρίτης, ὁ (Α) [κολλύρα] άζυμος άρτος … Dictionary of Greek