Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κολλίζω

См. также в других словарях:

  • κολλίζω — (Μ) [κόλλα] κολλώ …   Dictionary of Greek

  • κολλίζει — κολλίζω pres ind mp 2nd sg κολλίζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλιῶν — κολλίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλίζειν — κολλίζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκόλλιζον — πρόσ κολλίζω imperf ind act 3rd pl πρόσ κολλίζω imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκολλιζομένων — πρόσ κολλίζω pres part mp fem gen pl πρόσ κολλίζω pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκόλλιζε — πρόσ κολλίζω pres imperat act 2nd sg πρόσ κολλίζω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλιστής — κολλιστής, ὁ (Μ) [κολλίζω] κολλητής …   Dictionary of Greek

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • προσκολλιζέσθω — πρόσ κολλίζω pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολλίζοντες — ἀνά κολλίζω pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»